Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

Κι είναι η θέση σου στο πιάνο αδειανή...

 

«κι εδώ τη νύχτα θα φεγγίζουν αναπτήρες,
όταν τους νάνους σου θ’ ακούμε απ’ την αρχή...
»

Όλες αυτές τις μέρες που -ένας μετά τον άλλον- οι φίλοι μου έγραφαν για τα σταυροδρόμια τους με τον Θάνο Μικρούτσικο, εγώ «ενήστευα» για να κοινωνήσω σήμερα τη «Δίκοπη Ζωή». Προσπάθησα από το πρωί να «μεταλάβω» μερικές γραμμές, αλλά δεν τα κατάφερα. Θα το κάνω κάποια άλλη στιγμή. 

Το μόνο που κατάφερα για τον έναν από τους δυο συνθέτες που με άλλαξαν για πάντα, ήταν να πάρω μια βάρκα και να την δέσω έξω από «μια σπηλιά στην Αλταμίρα»

Να κατέβω και να απλώσω στα χαλίκια «το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό». Να κάτσω στην ακροθαλασσιά, με μόνο φως το αντιφέγγισμα από τον «Σταυρό του Νότου». 

Ύστερα να φωνάξω να έρθει ο «Κόλιας», ο Μάνος, ο Άλκης, ο Ναζίμ και ο Μπέρτολτ. Να μοιραστούμε παξιμάδια κι ελιές. Να βάλουμε από μια ρακή. 

Να κάτσουμε και να μιλήσουμε για τη «Ρόζα», την «Εσμεράλδα» και την «Ελένη». Να παρηγορήσουμε την «Άννα».

Να χαζεύουμε την «Πιρόγα» να φεύγει και να γυρίζει, μια νύχτα «που αγριεύει η βροχή». Να απολαμβάνουμε τ
oν ήχο που κάνει η «πιο όμορφη θάλασσα», όταν σκάζει στα βράχια.

Ύστερα να καβαλήσουμε όλοι μαζί «πάνω στο φτερό του καρχαρία» και να κυνηγήσουμε «το πειρατικό του Captain Jimmy». Να καπνίσουμε όλο το φορτίο του και μετά να αρχίσουμε να βλέπουμε τον «Άμλετ» με τους «7 Νάνους» ν' ανεβαίνουν, μέσα στην βροχή, για το φεγγάρι. 

Και πριν μας πάρει, Θάνο, ο ύπνος απ' έξω «Απ' το Στρόμπολι», να φιλήσουμε ένας μετά τον άλλο το μέτωπό σου, αφήνοντας τον Μεράντζα να σε χαιρετά σπαρακτικά για όλους μας. 



Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Η Φιλοθέη "μπαρκάρει" ευλαβικά στο ιπτάμενο πιάνο του Θανούλη

 

«Εφτά σε παίρνει αριστερά,
μην το ζορίζεις
»

Η Φιλοθέη Βαρσαμή γράφει για τους 
«7 νάνους στο S/S Κερύνεια»

Από όλες τις μορφές του Καββαδία ο πλέον «καββαδιακός» είναι, στο μυαλό μου τουλάχιστον, ο ίδιος ο Θάνος Μικρούτσικος. Τον θυμάμαι στα «λάιβ» με μαύρο μακό, μαύρο παντελόνι και την πίπα του, ίδιος ναυτικός στη ράδα, να μας μπαρκάρει όλους στο πιάνο του και να ξεκινάμε το ταξίδι: με Σημ, Ρεκ, Γκόμπυ, Χαράμ, Ραμάν, Τοτ, Σάλαχ και τον Θωμαΐδη, τον Κούτρα, την Αντωνοπούλου, την Αλεξίου, τον Θηβαίο, τον Παπακωνσταντίνου, τον Πασχαλίδη.

Είναι γνωστό ότι η πιο «μικρούτσικη» τεράστια στιγμή κάθε συναυλίας ήταν η ώρα που ο Θανούλης έλεγε τους «7 νάνους». Το τραγούδι που έγραψε ο Καββαδίας για την ανιψιά του και τους νάνους της και το πήρε ο Θάνος, το έκανε πιο δικό του από τα δικά του και το «κάρφωσε» στο προσωπικό του πάνθεο, με την πιο ιδιαίτερη σφραγίδα -διαφορετική κάθε φορά και μοναδική σαν μαγικό δακτυλικό αποτύπωμα.

Ανατρέχοντας στις αναμνήσεις μου νομίζω ότι δεν ήταν ανέκαθεν οι νάνοι το τραγούδι του Θάνου. Κάποτε, ήταν απλά ένα τραγούδι μέσα στο υπόλοιπο πρόγραμμα και είμαι αρκετά σίγουρη ότι παλιά, σε κάτι εμφανίσεις στον «Σταυρό του Νότου», ο μεγάλος «θανούλειος» αυτοσχεδιασμός γινόταν στο «Ένα μπλουζ».

Σε κάποια συναυλία του (ίσως στο Θέατρο Βράχων;) θυμάμαι να παίζει πρώτη φορά μια αυτοσχεδιαστική εισαγωγή μακράς διάρκειας. Και, όπως ψαχνόμαστε ποιο τραγούδι είναι αυτό, να μπαίνουν οι πρώτες νότες των νάνων και να χειροκροτάμε ενθουσιασμένοι, ενώ ο Θανούλης μάς ενημέρωνε ότι «σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις».

Από τότε και μετά χτίστηκε σταδιακά μία τελετουργία: προς το τέλος του προγράμματος εγκατέλειπαν οι μουσικοί τη σκηνή, τα φώτα χαμήλωναν, κάναμε ησυχία και ο Θανούλης μάς αρμένιζε άλλοτε σε θάλασσες ήρεμης μελωδίας και άλλοτε σε μανιασμένους ωκεανούς, που βρυχόνταν από τα πλήκτρα που βάραγε με μανία, μέχρι να μπει, απότομα, γλυκά, κοφτά ή βροντερά, στις πρώτες νότες των νάνων και να ξεσπάσουμε εμείς στο χειροκρότημα που κρατάγαμε μαζί με την ανάσα μας -στις τελευταίες συναυλίες του μαζί και με τα δάκρυά μας. 

Τελείωνε το τραγούδι και ο Θάνος κοφτά γύριζε την πλάτη στο κοινό που παραληρούσε, έβγαζε συγκινημένος τα γυαλάκια του που νότιζαν από τα δάκρυά του, σκούπιζε τα μάτια του και ερχόταν προς εμάς, που τον αποθεώναμε, συγκινημένος. Ήταν βλέπετε ο κώδικάς μας, ο δικός του τρόπος να μάς δείξει πόσο φροντίζει το κοινό του και ο δικός μας τρόπος να του ανταποδώσουμε τη φροντίδα, την αγάπη και το νοιάξιμο.

Είχε πει ο Θανούλης για τους νάνους: «Να σου αποκαλύψω και κάτι… Όταν τους παίζω τους 7 Νάνους, ο κόσμος έχει ψευδαισθήσεις. Νομίζει ότι με βλέπει. Νομίζει ότι βλέπει το πιάνο. Θέλω να τους πω (..), ότι δεν βλέπουν εμένα και το πιάνο, νομίζουν ότι το βλέπουν. Γιατί από την ώρα που αρχίζω, εγώ έχω πάρει το πιάνο και ίπταμαι. Απλώς έρχομαι μετά για το χειροκρότημα».

Συγκινήθηκα πολύ όταν το διάβασα. Γιατί κατάλαβα ότι ήταν πάντα τόσο αφοσιωμένος στην εισαγωγή, στην ερμηνεία και στο κλείσιμο των νάνων του, ώστε ποτέ δεν πήρε χαμπάρι ότι ευλαβικά και αθόρυβα μπαρκάραμε -κάθε φορά- και εμείς στο ιπτάμενο πιάνο του, ταξιδεύαμε μαζί του στον ωκεανό που έφτιαχνε με στίχους ρυθμό και μελωδία και, τέλος, απλώς επιστρέφαμε, την ώρα περίπου που σκούπιζε συγκινημένος τα νοτισμένα γυαλάκια του, για το χειροκρότημα.




Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Ο Άμλετ της Σελήνης: Μια μπαλάντα για τους σκοτεινούς πρωταγωνιστές

 

«Πενθούσες με τους έρωτες γυμνός και μεθυσμένος,
γιατί με τους αθάνατους είχες λογαριασμούς» 


Ο Διονύσης Μαρίνος γράφει για τον «Άμλετ της Σελήνης» 

Το να γράψεις για τον Γιώργο Χειμωνά είναι να σαν επιδιώκεις να περπατήσεις στη θάλασσα. Υπήρξε ένας αθάνατος μεταξύ των θνητών. Ένα χθόνιο πνεύμα, άπιαστο για τις ανθρώπινες αισθήσεις. Η αχλή του μυστηρίου του εξακολουθεί και σήμερα να συνεγείρει και προκαλεί. Τα κείμενά του είναι χρυσάφι διπλοκλειδωμένο. Η παρουσία του στα ελληνικά γράμματα συνιστά μια ολότελα ξεχωριστή περίπτωση. Όσο για το τέλος του, δύσκολο σαν ανάποδη γέννα, ελάχιστα χρειάζεται να ειπωθούν.

Ο Μάνος Ελευθερίου, άνθρωπος που γνώριζε πολύ καλά τον Γιώργο Χειμωνά και την Λούλα Αναγνωστάκη, με τους στίχους του συγκεκριμένου τραγουδιού συγκεφαλαιώνει –όσο μπορεί να γίνει αυτό με στίχους που προορίζονται να τραγουδηθούν- όλη τη σκοτεινή δύναμη που κουβαλούσε ο Χειμωνάς. Η μετάφραση που έκανε στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, για να εξηγηθεί εν μέρει και ο τίτλος του τραγουδιού, είναι ολότελα διαφορετικός από όλες τις άλλες μεταφραστικές εκδοχές. Είναι ένας «Άμλετ» βγαλμένος μέσα από τα σπλάχνα του Χειμωνά.

Ο Θάνος Μικρούτσικος πήρε αυτούς τους στίχους, που έχουν τη δύναμη ενός ακραιφνούς ποιήματος, και τους μετέτρεψε σε μια μπαλάντα για εκείνους τους σκοτεινούς πρωταγωνιστές, που μπορεί να είναι βουτηγμένοι στη λάσπη αυτού του κόσμου, αλλά η μοίρα τούς έχει τάξει να κοιτάζουν τα αστέρια και τη σελήνη. Ο ρυθμός του τραγουδιού είναι υποβλητικός σε κλιμακωτά κρεσέντο, σαν να ανεβαίνεις σκαλί σκαλί τα υπόγεια αυτού του κόσμου έως τη στιγμή της κορύφωσης. Η φωνή του Χρήστου Θηβαίου αλλού ακούγεται ως τρεμάμενος ψίθυρος κι αλλού σαν πληγωμένη υλακή. Οι μεταπτώσεις της φωνής και της μουσικής κλίμακας είναι σαν κυματοσυρμή, που αλλού σε αφήνει να αναπνεύσεις κι αλλού σε καταπίνει.

Ενδεχομένως, οι άνθρωποι που αγαπούν το τραγούδι ελάχιστα πράγματα γνωρίζουν για την αιτία που το γέννησε, αλλά και για τον άνθρωπο στον οποίο αναφέρεται. Δεν ξέρω αν τους σώζει η άγνοια. Συνήθως η άγνοια σκοτώνει –ή, στην περίπτωση του τραγουδιού, αφαιρεί όλα τα ζωτικά σημαινόμενά του.



Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Στο μονοφωνικό του ραδιόφωνο ο Θοδωρής άκουσε την ιστορία ενός καταραμένου μαχαιριού

 


«Κι αφού κανέναν δεν μισώ στον κόσμο να σκοτώσω, 
φοβάμαι μην καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου
»

Ο Θοδωρής Βασιλακόπουλος γράφει για 
«Το Μαχαίρι» 


Σε αντίθεση με όλα τα άλλα τραγούδια και albums που έχουν σημαδέψει τις μουσικές μου προτιμήσεις, δεν θυμάμαι ακριβώς την πρώτη φορά που άκουσα το «Μαχαίρι».

Ξέρω όμως ότι εκεί, στα 1980 με 1981, στο μουσικό μας βάφτισμα στην «άλλη» μουσική, όταν από 12χρονο παιδί γίνεσαι σιγά - σιγά έφηβος, «Ο Σταυρός του Νότου» του Θάνου Μικρούτσικου - και ιδιαίτερα το «Μαχαίρι»- έπαιξαν ένα ξεχωριστό ρόλο. Ιδιαίτερα για μένα που είχα αρχίσει να ανακαλύπτω από το παλιό ραδιόφωνο που είχαμε στο σπίτι τη ροκ μουσική, από το «Rock Club» του Γιάννη Πετρίδη, κάθε Παρασκευή 4-5 (τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας η εκπομπή λεγόταν Pop Club και ήταν πιο «ελαφριά»).

Ανάμεσα στους Clash, Joy Division, Jam, Gang of Four και άλλα διαμάντια, που ανακάλυπτα με ανείπωτη έκσταση που έκαιγαν τα αφιονισμένα από το punk 15χρονα σωθικά μου, πάντα εκεί κοντά στα μεσάνυχτα, συνήθως στο μονοφωνικό κασετόφωνο (μας το είχε πάρει ο πατέρας να μάθουμε Γαλλικά με κασέτες, αλλά μόνο Γαλλικά δεν μάθαμε), έβαζα την πολυπαιγμένη κασέτα και η φωνή του Βασίλη (από τους τόσο ξεχωριστούς τραγουδιστές μας) ξεκίναγε.

«Απάνω μου έχω πάντοτε…». Και μετά δυνατά, γρήγορα, το τέμπο να ανεβαίνει, η φωνή του Βασίλη να κορυφώνεται, ο ρυθμός να σε παρασέρνει! Κι εκείνος ο στίχος: «…κι αφού κανέναν δεν μισώ στον κόσμο να σκοτώσω / φοβάμαι μην καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου…», που ο μάγος Καββαδίας κατέθεσε με την ψυχή του και ο Θάνος έδωσε με τόσο ένταση, που κάθε φορά σε ανατριχιάζει, γιατί κάτι σκοτεινό, κάπου, έχουμε όλοι μας, και όλο και κάπου στο μυαλό του καθενός μας είναι μήπως καμιά φορά το στρέψουμε στον εαυτό μας.

Με τα χρόνια το μονοφωνικό κασετόφωνο παροπλίστηκε (ευτυχώς εδώ που τα λέμε), αλλά  τούτο το τραγούδι (κι όλος ο Θάνος, τι να λέμε τώρα «πεδίο βολής που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι»), που συνεχώς το έκαναν όλο και καλύτερο οι δυο τους, έχει αφήσει ένα στίγμα στην ψυχή μας!

Προσκυνάμε, βέβαια! Σιωπηλά, αλλά με τόσο θόρυβο!

ΥΓ: Η συγκεκριμένη εκτέλεση έχει την ιστορία της. Διαβάστε το κατατοπιστικό σημείωμα του Γιώργου Παπαστεφάνου –αυτού του ξεχωριστού ανθρώπου της μουσικής μας- στο σχετικό βίντεο.






Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Η Μάγια ισορροπεί πάνω στο φτερό του καρχαρία

 

«Σαλτάρει ο γλάρος, το δελφίνι να στραβώσει. 
Τι με κοιτάς;  Θα σου θυμίσω εγώ πού μ’ είδες;»

Η Μάγια Φουργιώτη γράφει για την «Γυναίκα»


Συναντήθηκα με τον Νίκο Καββαδία το 1971, ετών 13, διαβάζοντας  την έκδοση του «Μαραμπού & Πούσι» από τον Κέδρο. Ποίηση σύμβολο ελευθερίας, αναζήτησης και ανοικτών οριζόντων. Αγάπησα πολύ την ποίηση του Καββαδία, χωρίς να γνωρίζω τον Θάνο Μικρούτσικο. Το καλοκαίρι του ’79, στις διακοπές μου, ενημερώνομαι για την μελοποίηση της ποίησης του Καββαδία από το Θάνο. Έτσι τον  γνώρισα. Από  μία κασέτα της φίλης μου , φοιτήτριας της Φιλοσοφικής Ιωαννίνων, άκουσα για πρώτη φορά το Σταυρό του Νότου. Τι δέος! Θυμάμαι ακόμα πόσο συγκινήθηκα τότε.

Πέταξα, ταξίδεψα, έκαψα τις φτερούγες μου στον ήλιο γιατί ο Θάνος Μικρούτσικος μου άνοιξε έναν άλλο κόσμο στο ταξίδι μου: Ανάσα, έκρηξη, λυγμός, κραυγή, τρυφεράδα, μοναξιά, τοπίο προσμονής. Ένα προς ένα τα ένιωσα, σαν εικόνες της ιστορίας του ανθρώπου που αναζητά τις αλήθειες του. Εικόνες που πέφτουν σαν άστρα από τον ουρανό, φλογισμένες  με νότες. Εικόνες  της γυναίκας  και του αέναου ταξιδιού της εξερεύνησής της.

«Τι με κοιτάς;  Θα σου θυμίσω εγώ πού μ’ είδες;» ξέφρενος ο  σπαραγμός του Θάνου.

Ανάμεσα στις στροφές, η μουσική στήνει το δικό της σκηνικό και γεμίζει το σύμπαν ολάκερο με πιάνο και βιολί και το φως του γαλαξία του Θάνου. Πάντα αυτό θα σκέφτομαι : πως ο Θάνος ήταν  γαλαξίας. Μοναδικός και παθιασμένος.

‘Ένα ολόφωτο πιάνο κάπου εκεί ψηλά, ίσως να είναι και πλεούμενο, θα μαγνητίζει το βλέμμα και την ψυχή μου. Η «Γυναίκα» θα είναι ένα  από τα παντοτινά μου φυλαχτά.

Θάνο,  σ’ ευχαριστώ και ρίχνω ματιές εκεί ψηλά….




Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Ο "Σταυρός του Νότου" στο στέρνο της Νατάσσας

 

«Κούλικο στο στήθος σου τατού,
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει»


Η Νατάσσα Μερκούρη γράφει για τον "Σταυρό του Νότου" 

Ιανουάριος του ’80, στην ΥΕΝΕΔ η «Πορεία 090» κι εγώ 10 χρονών έχω καθηλωθεί από τη μουσική. Λίγα θυμάμαι από τα επεισόδια. Κάθε εβδομάδα περιμένω την έναρξη για ν’ ακούσω το τραγούδι. Κι ας έγραφε ο Μικρούτσικος «Τα τραγούδια ακούγονται κάθε εβδομάδα στο σίριαλ, αλλά δεν κάνουν κάποια ιδιαίτερη αίσθηση». Και ο Μικρούτσικος και ο Καββαδίας και ο δίσκος, άγνωστα.

Μου πήρε 4-5 χρόνια για να συναντηθώ με την ποίηση του Καββαδία και τη μελοποίηση του Μικρούτσικου. Έκτοτε προσδέθηκα κι εγώ στο άρμα τους κι αναζητούσα, μελοδραματικά κάποιες φορές, ταξίδια, περιπλανήσεις, τα ογκώδη συναισθήματα και τις ματαιώσεις.

Στο πανεπιστήμιο και στην τάξη ασχολήθηκα από άλλη σκοπιά με τον Καββαδία. Τον άκουσα να συνομιλεί ψιθυριστά με τον Μπωντλαίρ και τον Καίσαρα Εμμανουήλ. Μουσική υπόκρουση, η Αιμιλία Σαρρή.

Ο Guy Saunier [1],  το 2004, έγραψε: «Ο Σταυρός του Νότου συμβολίζει την πιο επικίνδυνη μορφή του ταξιδιού, το ταξίδι στους τροπικούς, κατά κάποιον τρόπο την πεμπτουσία του ταξιδιού».

Κι έφτασα στου δρόμου τα μισά, οπότε μου «χτύπησαν» tattoo στο στέρνο τον Σταυρό του Νότου. The Crux. Το πιο επικίνδυνο ταξίδι, στον τροπικό του Καρκίνου. Με οδήγησε σωστά, όπως πάντα το πιο φωτεινό άστρο με προσανατόλιζε προς αυτό που ήταν σκοτεινό, που ήταν η ρίζα. Με σταύρωσε, με απέλπισε αλλά δεν προσπάθησα ποτέ να το κάψω: είναι η υπόσχεσή μου κι η ιστορία μου.

Κάποτε ρώτησα τους φίλους μου «Αν ήμουν τραγούδι, ποιο θα ήμουν;». Κανείς δεν το βρήκε. Στενοχωρήθηκα πολύ.



[1]Saunier, G. (2004), «Ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό»: Έρευνα στον μυθικό κόσμο του Νίκου Καββαδία. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα.




Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Ένα καλοκαίρι στη Ρόδο: Όταν η "Ρόζα" του Θάνου, έγινε το ζεϊμπέκικο του Χρήστου

 

«Πως η ανάγκη γίνεται Ιστορία, 
πως η Ιστορία γίνεται σιωπή...
».


Ο Χρήστος Κουσουλός γράφει για τη "Ρόζα"


Η σχέση μου με τη μουσική του Θάνου Μικρούτσικου ξεκίνησε το 1975, όταν ήμουν ήδη φοιτητής. Αρχικά με τα «Πολιτικά Τραγούδια» σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ και Βολφ Μπήρμαν, στη συνέχεια, το 1978, με τα «Τραγούδια της Λευτεριάς» σε ποίηση Μπρεχτ, Ρίτσου, Αναγνωστάκη και Αλκαίου -πάντα με τη συγκλονιστική φωνή της Μαρίας Δημητριάδη- και αμέσως μετά με τον «Σταυρό του Νότου» σε ποίηση Νίκου Καββαδία, το 1979, τη χρονιά που συμπτωματικά πήρα το πτυχίο μου.

Ήταν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, τότε που πιστεύαμε ότι θα αλλάζαμε «συθέμελα» τον κόσμο με την έντονη πολιτικοποίηση, την αμφισβήτηση, τις φοιτητικές εξεγέρσεις, τις ελεύθερες σχέσεις, τα φεστιβάλ των νεολαιών και τόσα άλλα. Οπότε η μουσική του Μικρούτσικου ήταν παρούσα σε όλη μου τη φοιτητική διαδρομή, αλλά και αργότερα. Μάλιστα είχα την τύχη να τον γνωρίσω μέσα από ένα πρωτοποριακό πολιτιστικό πρόγραμμα, (και) δικής του έμπνευσης και σχεδιασμού, που δυστυχώς δεν προχώρησε. Να σας θυμίσω ότι μετά το θάνατο της Μελίνας Μερκούρη ανέλαβε Υπουργός Πολιτισμού  κατά το διάστημα 1994-1996. Τότε δούλευα κι εγώ ως σύμβουλος στο Υπουργείο Παιδείας και είχα οριστεί μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του κοινού προγράμματος των δύο Υπουργείων «ΜΕΛΙΝΑ – Εκπαίδευση και Πολιτισμός», οπότε σε κάποιες συνεδριάσεις που ερχόταν και ο Θάνος, όπως ήθελε να τον λέμε, ανταλλάξαμε κάποιες σκέψεις και είχα την τύχη να ακούσω τις απόψεις του για την πολιτική, τον πολιτισμό και την Τέχνη.

Η επόμενη χρονιά με βρήκε στο Σχολείο μου στην Κόρινθο και το καλοκαίρι συνόδεψα τα παιδιά της Γ΄ Λυκείου στην πενθήμερη εκδρομή τους στη Ρόδο, ως Αρχηγός. Τότε μόλις είχε κυκλοφορήσει η Ρόζα με τον τεράστιο Δημήτρη Μητροπάνο σε στίχους Άλκη Αλκαίου, που μάλλον το έγραψε για την εμβληματική επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Στο ξενοδοχείο, λοιπόν, της Ρόδου και απέξω από το δωμάτιό μου, στο τέλος του διαδρόμου, υπήρχε ένα πλάτεμα. Εκεί, κάθε βράδυ, όταν γυρίζαμε εξαντλημένοι από τη νυχτερινή ζωή,  καμιά 20αριά μαθητές και μαθήτριες από ένα Λύκειο των Αθηνών, αντί να πέσουν για ύπνο, ξάπλωναν στην μοκέτα και με τις κιθάρες τους τραγουδούσαν και χόρευαν κυρίως την ΡΟΖΑ. Στην αρχή σηκώθηκα και άνοιξα την πόρτα μου για να «τους κυνηγήσω», αλλά θες ο συγκλονιστικός στίχος και η μουσική, θέλεις η ζεϊμπεκιά κι ο χορός, τα πρόσωπα και η ζωντάνια των παιδιών, όχι μόνο με καθήλωσαν εκείνο το ξημέρωμα, αλλά επειδή τα παιδιά κατάλαβαν ότι μου άρεσε, για να έχουν την εύνοιά μου, το τραγουδούσαν κάθε 10 λεπτά και έτσι με κράτησαν ξάγρυπνο και για τις πέντε μέρες!

Διαλέγω την ΡΟΖΑ, λοιπόν, γιατί μου θυμίζει εικόνες, συναρπάζει τις αισθήσεις μου, με συγκινεί, με εμπνέει και προπάντων με εκφράζει στους δύσκολους καιρούς που ζούμε και σήμερα με τον ανεπανάληπτο στίχο «πώς η ανάγκη γίνεται Ιστορία / πώς η Ιστορία γίνεται σιωπή», ο οποίος συνοψίζει την συγκυρία καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο ως τα σήμερα.




Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

1984: Ένας μερακλής ΠΑΣΟΚος έβαλε την Ντίνα στην "Πιρόγα"

 

«Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις
τις ώρες που αγριεύει η βροχή»

Η Ντίνα Ξύδη γράφει για το "Ερωτικό"

Ήμουν τυχερή. Ο Θάνος Μικρούτσικος ήταν δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερός μου. Έτσι, όταν γύρω στα 1975 άρχιζα να ανακαλύπτω τον κόσμο και τις ιδέες της Αριστεράς, ο Θάνος είχε ήδη γράψει τα «Πολιτικά Τραγούδια» και είχε γίνει ένας από τους δασκάλους μου. Πήρε τους ποιητές από το χέρι και τους έφερε στο παιδικό μου δωμάτιο. Ο Μπρεχτ, ο Αναγνωστάκης, ο Χικμέτ οδήγησαν τα βήματά μου και όρισαν την κατεύθυνση από την οποία θα βλέπω τα πράγματα. Αργότερα, μέσα από τον «Σταυρό του Νότου», μου γνώρισε τον Καββαδία, την ομορφιά των ταιριασμένων λέξεων και την «mal du depart», την αγωνία των ταξιδιών.

Μα πρέπει να διαλέξω ένα μόνο τραγούδι σε τούτο το αφιέρωμα. Δεν είναι εύκολο, δεν είναι δύσκολο.

Τον Ιούνιο του ’84, εγώ, σ’ ένα δυάρι στην Κολιάτσου, ακίνητη σ’ ένα κρεβάτι περιμένω το πρώτο μου παιδί, κι η Ελλάδα, λίγα χρόνια Ευρωπαία, ετοιμάζει τις πρώτες Ευρωεκλογές. Στη γωνία Κολιάτσου κι Αποστόλου Παύλου, σ’ έναν τεράστιο ισόγειο χώρο, βρίσκεται το εκλογικό κέντρο του ΠΑΣΟΚ.

Μεγάφωνα, συνθήματα, μπούγιο και φασαρία, το πανηγύρι των εκλογών της δεκαετίας του ’80. Δεν θυμάμαι αν έπαιζαν τα «Κάρμινα Μπουράνα», αλλά ένα τραγούδι, που το άκουσα για πρώτη φορά, ένα καυτό απόγευμα που η ακινησία και η ζέστη με διέλυαν, με ξύπνησε από τη χαύνωση, μόλις άνοιξε το εκλογικό κέντρο για τη συνηθισμένη του απογευματινή ανακατωσούρα. Έμεινα ακίνητη, τέντωσα τ’ αυτιά μου και προσπάθησα να καταλάβω τι λέει.

Ευτυχώς ο μερακλής πασόκος που ήταν υπεύθυνος του μουσικού προγράμματος, το έβαζε όλο το απόγευμα, κάθε δεύτερο τρίτο τραγούδι, ξανά και ξανά, κάθε απόγευμα, μέχρι τις εκλογές. Έτσι ερωτεύτηκα ένα ποίημα που έγινε τραγούδι, έμαθα απέξω τους πρωτάκουστους στίχους του, κι από τότε συχνά πυκνά μια πιρόγα πλέει κάπου γύρω μου, φεύγει και γυρίζει, πάντα, τις ώρες που αγριεύει η βροχή.




Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

1982: Ο Θάνος κάνει "Εμπάργκο" στο ΚΚΕ για τον Πουλαντζά


«Σε παίρνει για ταξίδι μια σειρήνα
και μια πικρία μας ματώνει ανείπωτη.
Tη σκοτεινή σου μελετάμε πείνα
καχύποπτοι, ανύποπτοι και ύποπτοι»

Γράφει ο Πάνος Περιβολάρης 

Όταν φέρνω στο μυαλό μου το έργο του Θάνου Μικρούτσικου, οι πρώτες σκέψεις με οδηγούν στη σπουδή του επάνω στον ποιητή Νίκο Καββαδία. Η καρμική του, όμως, συνάντηση με τον «ποιητή που υποδυόταν τον στιχουργό», όπως έλεγε ο ίδιος για τον Άλκη Αλκαίο (κατά κόσμον Βαγγέλη Λιάρο), μάς χάρισε, μεταξύ άλλων, ένα δίσκο-σταθμό! Το 1982 κυκλοφορεί το «Εμπάργκο», μια ολοκληρωμένη εργασία πάνω σε λόγια του Αλκαίου. Η επιλογή έγινε μέσα από περισσότερα από πενήντα μελοποιημένα ποιήματα, πράγμα που εξηγεί σε ένα βαθμό και την διαχρονικότητα του έργου. Από το Εμπάργκο λάτρεψα το εμβληματικό «Κακοήθες μελάνωμα», με την συγκλονιστική ερμηνεία του ίδιου του Θάνου. Ο Αλκαίος είχε χάσει τη μητέρα του από κακόηθες μελάνωμα και αυτό ήταν κάτι που τον καθόρισε. Το τραγούδι, όμως, αφιερώθηκε στον Νίκο Πουλατζά για λόγους συμβολισμού.

 Ο Θάνος Μικρούτσικος αναφέρει…

 


«Θεωρούσα και θεωρώ τον Νίκο Πουλαντζά ως ένα μεγάλο διανοητή της Αριστεράς, κυρίως σε θέματα που επεξεργάστηκε σε σχέση με το κράτος. Θυμάμαι πολύ έντονα ότι τότε μας απασχολούσε πάρα πολύ η έννοια του κράτους, γιατί ακριβώς είχαμε δει όλες τις αγκυλώσεις του Σοβιετικού κράτους.
Εγώ εντυπωσιάστηκα, σοκαρίστηκα, από το γεγονός – δεν ξέρω αν είναι η απόλυτη αλήθεια– ότι αγκάλιασε τα βιβλία του και έπεσε μαζί μ’ αυτά κάτω. Αν αυτό είναι αληθές, σημαίνει ότι και ο ίδιος είχε δει ένα αδιέξοδο, αλλιώς δεν εξηγείται αυτή η χειρονομία. 

Εκείνη την περίοδο ήμουν ιδιαίτερα στεναχωρημένος από τον θάνατο του Πουλαντζά, με είχε σοκάρει. Εξοργίστηκα όταν διάβασα στον Ριζοσπάστη δύο φράσεις μόνο, σε μια μέσα σελίδα, λίγο πάνω λίγο κάτω από την είδηση ότι είχε ακριβύνει το ζαμπόν και το κεφαλοτύρι, ότι «χθες αυτοκτόνησε στο Παρίσι ο Νίκος Πουλαντζάς» ή κάτι τέτοιο. Αυτή ήταν, σε μόλις δύο γραμμές, η αναγγελία του θανάτου ενός μεγάλου διανοητή, ενός από τους μεγαλύτερους διανοητές του μαρξισμού στον κόσμο. Αμέσως, ως μέλος του ΚΚΕ, έκρινα σκόπιμο και του αφιέρωσα το «Κακόηθες Μελάνωμα». Αυτό θεωρήθηκε αδιανόητο. Ήταν όμως μια πράξη συνειδητή, αποτέλεσμα της φοβερής εκτίμησης που έτρεφα για τον Νίκο Πουλαντζά αλλά και της αδυναμίας μου να παρακολουθήσω αυτή την αντίληψη που κυριαρχούσε στην Αριστερά και ιδιαίτερα στο ΚΚΕ. Την αφιέρωση στον Πουλαντζά την ανακοίνωσα, σε συμφωνία με τον Άλκη Αλκαίο, στις τέσσερις συναυλίες που έδωσα το 1980 στο Φεστιβάλ Αθηνών.




Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

"Κι αν ο αγέρας φυσά": Το Νόμπελ του Σεφέρη πάνω στο συνθεσάιζερ του Μούτση


 

Το 1975, σε μια εποχή που η Ελλάδα βγαίνει από την επτάχρονη τυραννία και δονείται από τις επαναστατικές μουσικές του Θεοδωράκη στα πικάπ και στα στάδια, ο Δήμος Μούτσης, επιχειρεί ένα τόλμημα. Παίρνει εννιά ποιήματα τεσσάρων ποιητών -του Καβάφη, του Ρίτσου, του Καρυωτάκη και του Σεφέρη- και τα συνθέτει με έναν έναν εντελώς νέο τρόπο.

Ο δίσκος ονομάζεται «Τετραλογία» (από τους τέσσερις ποιητές) και η σύνθεση κυριαρχείται από τον ιδιαίτερο ηλεκτρικό ήχο του συνθεσάιζερ, που, ωστόσο, μοιάζει αταίριαστος και με το κλίμα της εποχής και το βάρος των στίχων. Γι αυτό κοινό και κριτικοί δεν καλοδέχτηκαν τα τραγούδια. Είχαν ξεχάσει, όμως, πως ο Μούτσης ήταν από την φύση του αντισυμβατικός και πάντα ήθελε να πειραματίζεται, όπως έδειξε και με τον επίσης πρωτοποριακό «Άγιο Φεβρουάριο».  

Ιδού πως περιέγραφε ο ίδιος την σκέψη του για την μουσική σύνθεση, στο οπισθόφυλλο του δίσκου: «Καλές οι μελωδίες, αλλά τι να κάνω τώρα; Να βάλω πάλι δυο μπουζούκια, μια κιθάρα και το ποίημα από πάνω και να κάνω ένα δίσκο όπως ήτανε οι παλιοί; Πάνω σ' αυτό, τράβηξα μεγάλο λούκι... Με παίδεψε ένα με ενάμισι χρόνο, ως ότου αποφασίσω τι θα κάνω τελικά. Σ' αυτή τη φάση, βρεθήκαμε με τον Γιάννη Κιουρτσόγλου, ο οποίος, μαζί με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, είχανε πάρει ένα από τα πρώτα συνθεσάιζερ που είχαν έρθει στην Ελλάδα και δεν είχαν προκάτ ήχους, ένα «Μούγκ»... Και είπα; «θα το κάνω έτσι».» Έκανα μια μυστήρια ενορχήστρωση με έγχορδα, με πνευστά, με ήχους καθαρά ηλεκτρονικούς και όχι μιμητικούς κάποιων οργάνων...».

Για την ερμηνεία επέλεξε τον  Μανώλη Μητσιά, την καθαρή φωνή του οποίου εμπιστευόταν απόλυτα, τον Χρήστο Λεττονό και μια 18χρονη νέα τραγουδίστρια με ολοφάνερη την μεγάλη αυτοπεποίθηση με την οποία αποδίδει τους περίπλοκους στίχους του Καβάφη: το όνομά της Άλκηστις Σεβαστή Αττικιουζέλ, η οποία λίγο αργότερα μας συστήθηκε ως …Άλκηστις Πρωτοψάλτη.

Στο βάθος του χρόνου ο Μούτσης δικαιώθηκε καλλιτεχνικά για όλα τα τραγούδια. Εμπορικά, ωστόσο, και στην συνείδηση του κόσμου εκείνα που έμειναν ήταν αναπόφευκτα όσα από την φόρμα τους ήταν πιο «κανονικά». Ένα από αυτά ήταν το «Κι αν ο Αγέρας φυσά», με την ατμοσφαιρική εισαγωγή, που ακούμε σήμερα τιμώντας την μνήμη των 57 χρόνων από το Νόμπελ του Σεφέρη.


Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

Ο Σαββόπουλος, η Άννα και τα διαβολοσκορπίσματα

Το 1964 ένα νεαρό και αδύνατο αγόρι χτυπάει την πόρτα του Αλέκου Πατσιφά στην δισκογραφική εταιρεία «Λύρα»: «είμαι μουσικός και θα ήθελα να βρω έναν εργοδότη να με εκμεταλλευτεί καταλλήλως», του λέει. Έτσι ξεκίνησε η σχέση του Πατσιφά με τον Διονύση Σαβόπουλο, μια σχέση πολύ δυνατή που δημιούργησε μερικούς από τους σημαντικότερους δίσκους στην ελληνική μουσική σκηνή. «Δεν ξέρω αν τον εκμεταλλεύτηκα καταλλήλως», είπε μερικά χρόνια αργότερα ο Πατσιφάς σε μια συνέντευξή του.

 Ο ίδιος θυμόταν πως όταν πρωτοπήγε τον «θείο Νιόνιο» στο στούντιο ηχοληψίας και τον άκουσαν οι άλλοι μουσικοί που ήταν εκεί, να τραγουδάει μόνος του, συντροφιά με την κιθάρα του, είπαν στον Πατσιφά: «Τώρα αυτόν τι τον φέρατε εδώ; Τι περιμένετε να βγει από αυτό το πράγμα;». Τελικά κάτι βγήκε…

 Στην Λύρα ο Σαββόπουλος έβγαλε τον πρώτο του δίσκο το 1966 -ήταν φυσικά το «Φορτηγό», όπου ήταν φανερή η επιρροή του από τον Ντίλαν. Το 1969 βγάζει «Το Περιβόλι του Τρελού», όπου έβαλε στην μουσική του παραδοσιακά όργανα και έναν ιδιαίτερο ήχο, που θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν μια άτυπη μορφή ενός βαλκανικού ροκ. Τα τραγούδια, όλα σε δικούς τους στίχους, έγιναν όλα επιτυχίες: η «θαλασσογραφία» (να μας πάρεις μακριά…), «Οι πίσω μου σελίδες», «Τα παιδιά που χάθηκαν», η «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη» (η οθόνη βουλιάζει, σαλεύει το πλήθος) «Η συννεφούλα» και το «Είδα την Άννα κάποτε», που βάζω σήμερα για προφανείς λόγους.

 Στο ίδιο άλμπουμ είναι και η διασκευή του "Ντιρλαντά" που έχει την δικιά του ιστορία με την δικαστική διαμάχη για την πατρότητα του τραγουδιού, μεταξύ του τραγουδοποιού και του Καλύμνιου καπετάνιου Παντελή Γκίνη, που έληξε υπέρ του δεύτερου.

 Η επιτυχία του δίσκου είχε αφανείς συντελεστές το συγκρότημα Μπουρμπούλια που συνεργαζόταν με τον Σαββόπουλο εκείνη την εποχή στην ηχογράφηση των δίσκων του, αλλά και στις ζωντανές εμφανίσεις στο Ροντέο. Μεγάλη συμβολή φυσικά είχε και το καταπληκτικό ψυχεδελικό εξώφυλλο του δίσκου που σχεδίασε ο Στέργιος Δελιαλής.

Δυστυχώς, η προσωπική πορεία του Σαββόπουλου ήταν εντελώς ανεξάρτητη από την καλλιτεχνική. Και καθώς άκουσα πριν από μερικές εβδομάδες το «Ας κρατήσουν οι χοροί», το νέο εθνικό μας τραγούδι ελέω 2021, σκέφτομαι ότι ο Νιόνιος έκανε ένα λάθος στους στίχους. Εκεί που λέει «O ουρανός είναι φωτιές, ανεμομαζώματα, σπίθες και κυκλώματα βρε» θα ταίριαζε καλύτερα να γράψει: «O ουρανός είναι φωτιές, ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα βρε».

Θα ήταν και πιο αυτοβιογραφικό...





Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Imagine: Το κομμουνιστικό Μανιφέστο του Τζον Λένον

Ο Τζον Λένον είχε μόλις φτάσει σπίτι του, έχοντας ολοκληρώσει μια δύσκολη μέρα στο στούντιο, όπου ηχογραφούσε δυο καινούργια τραγούδια. Ο Μαρκ Τσάπμαν τον σταμάτησε, του ζήτησε ένα αυτόγραφο, πάνω στο Double Fantasy. Ο Λένον υπόγραψε, στράφηκε να φύγει και τότε απλά ο Τσάπμαν τον πυροβόλησε.

Ήταν ακριβώς, όπως το περιέγραφε ο Λένον, όταν κάποτε τον ρώτησαν για τον θάνατο: "Δεν τον φοβάμαι", είπε, "είναι απλώς σαν να βγαίνεις από ένα αμάξι και να μπαίνεις σ’ ένα άλλο...". 

 

Ο θάνατος του Τζον Λένον μεγάλωσε τον μύθο του. Ίσως γιατί πέρα από την απώλεια μιας μουσικής ιδιοφυίας, σκεπάστηκε με την αχλή της συνωμοσιολογίας. Είναι γνωστό πως ο Λένον είχε γίνει αγκάθι στα πλευρά της αμερικανικής κυβέρνησης σε όλη την δεκαετία του 70. Ο αντικομφορμισμός του, η ακτιβίστικη δραστηριότητά του, σε συνδυασμό φυσικά με την μεγάλη δημοφιλία ήταν ένας διαρκής πονοκέφαλος.  

 

Όσο για το Imagine;



Κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1971 και αποτελεί τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία του Τζον Λένον στη διάρκεια της σόλο καριέρας του και φυσικά είναι ένα από τα μεγαλύτερα τραγούδια στην ιστορία της μουσικής. Το περιοδικό Rolling Stone, στη λίστα του Καταλόγου με τα 500 σημαντικότερα τραγούδια όλων των εποχών, το κατέταξε στη θέση 3. Είναι ένα από τα 100 τραγούδια με τις περισσότερες ακροάσεις τον 20ου αιώνα. Το έχουν ερμηνεύσει ή ηχογραφήσει δεκάδες γνωστοί τραγουδιστές, μεταξύ των οποίων ο Έλτον Τζον, η Μαντόνα, ο Στίβι Γουόντερ και η Τζόαν Μπαέζ. Η διασκευή που ηχογράφησε η Εμελί Σαντέ στο BBC χρησιμοποιήθηκε στην τελετή λήξης των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2012.

 

Αν και ο Λένον είχε χωρίσει από τους Beatles στον ομώνυμο δίσκο υπάρχει ένα τραγούδι για τον Paul Mc Cartney (το How do you Sleep) στο οποίο έπαιξε μουσική ο George Harisson. Το περιοδικό Rolling Stone περιέγραψε τους στίχους ως “22 γραμμές γλυκιάς και απλά ειπωμένης πίστης στη δύναμη ενός κόσμου, ενωμένου με σκοπό να επισκευάσει και να αλλάξει τον εαυτό του”.

 

H δυναμική του τραγουδιού ήταν τέτοια που σκέπασε τα άλλα τραγούδια του δίσκου που ήταν επίσης εξαιρετικά, όπως το πολύ δημοφιλές "jealoys guy".

 


 

Οι στίχοι του Imagine μοιάζουν ουτοπικοί σήμερα, την ώρα που στο timeline κυλούν τα νέα από την υγειονομική κρίση. Σήμερα είπα; Λάθος! Ουτοπικοί ήταν πάντα!


Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

Οι FINAL ACT έσπασαν την καραντίνα


 Άλλος πολύ, άλλος λίγο, όλοι έχουμε "σπάσει" την καραντίνα. Ελάχιστοι όμως το κάναμε με έναν δημιουργικό τρόπο, όπως το έκαναν οι Final Act, που ...κυκλοφόρησαν πριν λίγες ημέρες το καινούργιο τους digital EP.

Ανήσυχοι, όπως όλοι οι καλλιτέχνες, δημιουργικοί όπως οι περισσότεροι νέοι που "σχεδιάζουν για το αύριο, αντί να μετανιώνουν για το χτες", αισιόδοξοι όπως οι άνθρωποι που ψάχνουν νέες χώρες και χτυποκάρδια και δοτικοί, όπως οι σπιτικοί μάγειρες που στρώνουν τραπέζια για τους φίλους τους ο Πάνος και η παρέα του συνεχίζουν να μας εκπλήσσουν και να φέρνουν φως σε μέρες σκοτεινές.

Οι FINAL ACT ήταν μια παρέα παιδιών που ξεκίνησαν να παίζουν για το κέφι τους, αλλά σύντομα εξελίχτηκαν σε ένα από τα πιο ζωντανά μουσικά κύτταρα όχι μόνο στην Κορινθία, αλλά σε όλη την Ελλάδα. Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, στην αρχή διεκδίκησαν και τελικά κέρδισαν το δικαίωμα στο όνειρο. Κέρδισαν την εμπιστοσύνη σπουδαίων καλλιτεχνών, όπως οι Λάκης Παπαδόπουλος, Γιάννης Γιοκαρίνης, Νίκος Ζιώγαλας, Γιάννης Μηλιώκας, Φίλιππος Πλιάτσικας, Magic de Spell κ.ά. με τους οποίους κατά καιρούς συνεργάστηκαν.

Τον τελευταίο χρόνο οι FINAL ACT είναι σε έναν οργασμό καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η αρχή έγινε με το τραγούδι τους «Κάλυμνος» παρέα με τον Θοδωρή Κοτονιά, σε στίχους του Χρήστου Πιτσίκου. Ακολούθησε η διασκευή της «Φάτα Μοργκάνα», με τον σπουδαίο Κώστα Θωμαΐδη (ποίηση Ν. Καββαδίας / μουσική Μ. Κωχ).
Πριν από λίγες ημέρες, όμως, το συγκρότημα “έσπασε” την καραντίνα και κυκλοφόρησε έναν νέο δίσκο, ένα digital EP που περιέχει πέντε νέα τραγούδια.

Εδώ συναντούν με τη σειρά που ηχογραφήθηκαν τους: Μικαέλα Δαρμάνη, Κώστα Παρίσση, MCD (Δημήτρη Κρητικό) και Χρήστο Νινιό. Το digital ep με τίτλο «The Final Act» υπογράφουν στιχουργικά οι: Θάλεια Αντουλινάκη, Πάνος Περιβολάρης και Βασίλης Μπαλάφας.

Tα τραγούδια του EP και οι συντελεστές τους αναλυτικά είναι:

1. Ελπίζω / Final Act ft Μικαέλα Δαρμάνη
στίχοι: Θάλεια Αντουλινάκη, μουσική: Γιώργος Παππάς

2. Ποιος έχει σειρά / Final Act ft Κώστας Παρίσσης
στίχοι / μουσική: Πάνος Περιβολάρης

3. Floreta / Final Act ft MCD
στίχοι: Θάλεια Αντουλινάκη, μουσική: Πάνος Περιβολάρης

4. Είδα μια πόλη / Final Act ft Χρήστος Νινιός
στίχοι: Θάλεια Αντουλινάκη, μουσική: Γιώργος Παππάς

5. Η Καρέκλα
στίχοι: Βασίλης Μπαλάφας, μουσική: Γιώργος Παππάς

Καλή συνέχεια παιδιά και θα το γιορτάσουμε στο Motown, όταν με το καλό αφήσουμε πίσω την λαίλαπα.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Η Joan Baez τραγουδά Καμπανέλη και Θεοδωράκη


 Τα τέσσερα τραγούδια (Άσμα Ασμάτων, Άμα τελειώσει ο πόλεμος, ο Αντώνης και ο Δραπέτης) που αποτελούν τον κύκλο τραγουδιών «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν», βασίζονται σε γεγονότα που βίωσε ο συγγραφέας Ιάκωβος Καμπανέλλης -ως πολιτικός κρατούμενος- στο αυστριακό στρατόπεδο συγκεντρώσεως και περιγράφει στο βιβλίο του "Μαουτχάουζεν".

Το έργο δεν αποτελεί μόνο μια καταδίκη στη βία και την αλλοφροσύνη του πολέμου, αλλά και έναν ύμνο στον έρωτα, που μπορεί ν' ανθίσει ακόμη και σε ένα εφιαλτικό περιβάλλον και να κρατήσει ζωντανή την ελπίδα για ζωή.
Η ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη σε αυτά τα τραγούδια είναι ασφαλώς αξεπέραστη, αλλά η δύναμη των στίχων και της μουσικής άγγιξε και την σπουδαία Τζόαν Μπαέζ που το συμπεριέλαβε στην συναυλία που έδωσε στο Ηράκλειο της Κρήτης, το καλοκαίρι του 1983.

What a feeling: Με ένα σμπάρο τέσσερα τρυγόνια


Alex: "Σου ‘πα πως πιστεύω ότι δεν είναι καλή ιδέα να ‘βγω με τ’ αφεντικό".
Nick: "Εντάξει. Όπως θέλεις. Απολύεσαι. Θα περάσω να σε πάρω αύριο στις οχτώ!"

Ο διάλογος είναι από το Flashdance, ένα από τα κορυφαία, αν όχι το κορυφαίο μιούζικαλ των τελευταίων δεκαετιών, που σκηνοθέτησε ο Άντριαν Λιν.
Δεν θέλω να σας προσβάλλω θυμίζοντάς σας την υπόθεση καθώς είμαι σχεδόν βέβαιος πως όλοι θυμάστε τον αγώνα και την προσπάθεια της Alex Owens (κατα κόσμον Jennifer Beals) να γίνει κορυφαία χορεύτρια, αλλά και για τις ερωτικές τις περιπέτειες με το αφεντικό της Nick Hurley (τον υποδυόταν ο Michael Nouri).
Οι αρετές της ταινίας δεν ήταν μόνο οι πρωταγωνιστές της. Το εξαιρετικό, βιντεοκλιπίστικο μοντάζ και η άρτια διεύθυνση φωτογραφίας τιμήθηκαν με υποψηφιότητες για Oscar, ενώ η γκαρνταρόμπα της Jennifer Beals καθιέρωσε μόδα την εποχή που η ταινία βγήκε στις αίθουσες.
Αυτό όμως που πραγματικά εκτόξευσε το κινηματογραφικό αποτέλεσμα ήταν η χρήση της μουσικής. Τραγούδια που έγιναν ύμνοι την δεκαετία του ’80, όπως τα βραβευμένο με Oscar “What a feeling” και “Maniac” συνδυάστηκαν με επανεκδόσεις παλιότερων κομματιών, όπως τα “Seduse me tonight”, “Gloria” και “I love rock ‘n roll”.
Το αστέρι της Irene Carra έλαμψε για πρώτη φορά όταν συμμετείχε στην ταινία Fame, όπου τραγούδησε και το ομώνυμο τραγούδι. Αλλά η επιτυχία ήρθε τέσσερα χρόνια αργότερα με το What a feeling. Με ένα και μόνο τραγούδι κέρδισε ΟΣΚΑΡ, Χρυσή Σφαίρα, Γκράμι, την πρώτη θέση στο Billboard 100 και μια θέση στην ιστορία. Ούτε η Μαντόνα δεν έχει καταφέρει με έναν σμπάρο τόσα τριγόνια.

1964: Οι Beatles εισβάλλουν στις ΗΠΑ


 Παρόλο που το τραγούδι τους "I Want to Hold Your Hand” είχε πουλήσει στην Αμερική πάνω από 2,6 εκατομμύρια αντίτυπα και είχε κατακτήσει την θέση Νο 1 του Billboard, μέσα σε δύο εβδομάδες, τα “σκαθάρια” ήταν νευρικά σχετικά με την υποδοχή των Αμερικανών. Στην αποστολή προς τις ΗΠΑ είναι μαζί τους και ο παραγωγός Phil Spector, ο οποίος έχει φοβία με τα αεροπλάνα, αλλά επειδή πιστεύει πως οι Beatles έχουν μεγάλη καριέρα μπροστά τους, θεωρεί πως το αεροπλάνο δεν θα πέσει.

Στο αεροδρόμιο J. F. K της Νέας Υόρκης τους υποδέχονται τρεις χιλιάδες κόσμος και διακόσιοι δημοσιογράφοι. Κατά την εμφάνιση τους στην εκπομπή The Ed Sullivan Show –ήταν το μεγαλύτερο τηλεοπτικό σόου εκείνη την εποχή, οι αιτήσεις του κόσμου για συμμετοχή έφτασαν τις πενήντα χιλιάδες, όταν συνήθως δεν ξεπερνούσαν τις 4 με 5 χιλιάδες. Τελικά την εκπομπή παρακολούθησαν 74 εκατομμύρια Αμερικανοί και οι Beatles θα επιστρέψουν στο Λονδίνο έχοντας ανοίξει το δρόμο για την “Βρετανική Εισβολή”…
Ήταν το μακρινό 1964, σαν σημερα, όταν οι Beatles επισκέπτονταν για πρώτη φορά την Αμερική.

Λένγκω: Ένας διάλογος του Γιάννη Μαρκόπουλου με την Ελλάδα


 Δεν είμαι σίγουρος ότι ο Γιάννης Μαρκόπουλος έχει κερδίσει εκείνο το κομμάτι της ιστορίας που του ανήκει δικαιωματικά στο πάνθεον της ελληνικής μουσικής. Αυτός ο σπουδαίος μελωδός, που κατάφερε να βάλει στο έργο του πλάι πλάι την περηφάνια της Κρήτης με τον καημό της Μικρασίας, τους Βυζαντινούς ύμνους με τα ηπειρώτικα μοιρολόγια. Που γλύκανε με νότες τους λυγμούς των κολίγων και των μεταναστών. Που έβαλε άλλοτε Μαλαματένια κι άλλοτε Παραπονεμένα λόγια στα τραγούδια μας.

Αν θα διάλεγα να σώσω ένα από τα δημιουργήματά του για την Κιβωτό του ελληνικού τραγουδιού, θα διάλεγα την «Ελλάδα». Είναι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του και γράφτηκε στα χρόνια της δικτατορίας. Η Ελλάδα έγινε Λένγκω για λόγους που είχαν να κάνουν με την λογοκρισία. Τελικά το τραγούδι ηχογραφήθηκε μετά την Χούντα. Την πρώτη φορα σε μια ζωντανή ηχογράφηση, με τον ίδιο τον συνθέτη, και περιλήφθηκε στον δίσκο «Ανεξάρτητα». Τη δεύτερη με την Χαρούλα Αλεξίου στο δίσκο «12 λαϊκά τραγούδια» -μια από τις κορυφαίες της ερμηνείες.
Το 1976, στο πλαίσιο της εκπομπής «Μουσική βραδιά» του Γιώργου Παπαστεφάνου, η Χάρις Αλεξίου τραγουδά τη Λένγκω, με τον ίδιο το συνθέτη να τη συνοδεύει στο πιάνο. Το στιγμιότυπο γυρίστηκε στο σπίτι του Γιάννη Μαρκόπουλου, μέσα σε μια πολύ γλυκιά ατμόσφαιρα, αφού ήταν η πρώτη φορά που οι δυο τους συναντήθηκαν μπροστά στην κάμερα.

Οι 7 Νάνοι του S/S Κερύνεια ψηλώνουν μέχρι τον Θεό


 Οι 7 Νάνοι είναι ένα τραγούδι του οποίου η εισαγωγή είναι η πιο πολυδιασκευασμένη εισαγωγή ελληνικού τραγυδιού -ίσως και στην ιστορία της μουσικής. Σε κάθε συναυλία ο Θάνος Μικρούτσικος καταφέρνει να μας αιφνιδιάζει παρά το γεγονός ότι όταν αποχωρούν οι άλλοι μουσικοί και τραγουδιστές, αφήνοντας τον μόνο του στο πιάνο, με τα φώτα χαμηλωμένα, όλοι καταλαβαίνουμε, κλείνουμε τα μάτια και κρατάμε την ανάσα μας.

Αυτή η εκτέλεση, όμως είναι η αγαπημένη μου ανάμεσα στις δεκάδες.

Το επιβατηγό Κερύνεια ήταν εκεινο με το οποίο ο Καββαδίας έκανε τα πιο πολλά του ταξίδια. Ηταν στην γραμμή Ευρώπη Αυστραλία κι εκεί έγραψε πολλά ποιήματά του.
Η "κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα..." είναι η αγαπημένη ανηψιά του Καββαδία, κόρη της αδερφής του Τζένιας. Η μικρή είχε στο δωμάτιο της μια τοιχογραφία απο το παραμύθι της Χιονάτης με τους 7 νάνους, ένα παραμύθι που της άρεσε πολύ. Ζήτησε λοιπόν απο τον θείο της να γράψει ένα ποιήμα με ήρωες τους 7 νάνους.
Όπως λοιπόν, λέει και ίδιος στο ποίημα του ("μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι;"), ο Καββαδίας δεν άργησε να ανταποκριθεί στο αίτημα της ανηψιάς του...

Υπάρχει Πορτογαλία, χωρίς Fado; Οι Madredeus λενε ναι!



Η μουσική παράδοση της Πορτογαλίας είναι φυσικά τα Fado. Αλλά στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ένα συγκρότημα από την Πορτογαλία ήρθε και ξερίζωσε από μέσα μας τα συμβατικά ντίσκο τραγούδια της εποχής.

Ήταν οι Madredeus που με βιολοντσέλα, ακουστικές κιθάρες και τη βαθιά φωνή της Τερέζα Σαλγκουέιρο είπαν το «Ο pastor» και κατέκτησαν τον κόσμο. Η μουσική ιδιαίτερη, κάτι ανάμεσα σε μουσική δωματίου και τζαζ, και το νέο άκουσμα αγαπήθηκε σε ελάχιστο χρόνο. Οι Madredeus αγαπήθηκαν πολύ και στην Ελλάδα, όπου τους γνωρίσαμε χάρη στην διαφημιστική καμπάνια του «J&B».

Η εξέλιξη ήταν καταιγιστική και σύντομα ήρθαν δύο ακόμα τραγούδια («Faluas do Tejo» και «Os Dias») που έδωσαν στους Madredeus το εισιτήριο για την συνεργασία τους με τον Βιμ Βέντερς στην ταινία ντοκιμαντέρ «Lisbostory».
Κάθε φορά που ακούς τα τραγούδια τους θες να κάνεις ένα μόνο πράγμα: να πάρεις το αεροπλάνο και να φύγεις για την Πορτογαλία. Μιλούν με λυρική διάθεση για την χώρα και τους κατοίκους της και εκφράζουν τις αναμνήσεις τους με τον γλυκόπικρο τρόπο των πορτογαλέζικων fado.
Οι ίδιοι χαρακτηρίζουν τη μουσική τους «ένα βουητό σαν να είσαι σε παλιά ποταμόπλοια που αφηγούνται ιστορίες».

Το Πάρτι των Beatles, with a little help of ...their friends


 Πολύ πριν ο Λουκιανός κάνει το πάρτι με την πιο εκλεκτή λίστα προσκεκλημένων στην ελληνική μουσική σκηνή, τα "σκαθάρια" έκαναν ένα δικό τους προσκλητήριο διακεκριμένων -ζώντων και τεθνεώτων- στο εξώφυλλο ενός δίσκου όπου συναντήθηκαν (μεταξύ άλλων) ο Καρλ Γιουνγκ με τον Μάρλον Μπράντο, ο Μπομπ Ντύλαν με τον Μπέρναρ Σο, ο Γουίλιαμ Μπάροουζ με την Μέι Γουέστ και η Μάρλεν Ντίτριχ με τον Καρλ Μαρξ! Επρόκειτο για το εξώφυλλο του όγδοου άλμπουμ των Beatles “Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band”, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1967.

Το εξώφυλλο κέρδισε, όντως, τις εντυπώσεις -βραβεύτηκε άλλωστε ως το καλύτερο εξώφυλλο δίσκου της χρονιάς! Αλλά και τα τραγούδια του δικαιωματικά κατέκτησαν την κορυφή και έκαναν τον δίσκο έναν απο τους σημαντικότερους στην ιστορία της μουσικής. Τόσο πολύ ώστε το περιοδικό Rolling Stone τον κατέταξε στην πρώτη θέση της λίστας με τα 500 κορυφαία άλμπουμ όλων των εποχών.
Το "With a Little Help from My Friends" είναι ένα απο τα πιο αναγνωρίσιμα τραγούδια των Beatles:
- Do you need anybody?
- I need somebody to love

Το ΟΣΚΑΡ που δεν παρέλαβε ποτέ ο Χατζιδάκις




 Το 2009 το τραγούδι "Jai Ho", απο την ταινία "Slummdog Milionaires" έγινε το τρίτο μόλις τραγούδι που βραβεύτηκε με ΟΣΚΑΡ καλύτερου τραγουδιού και δεν είχε αγγλικό στίχο. Πέντε χρόνια νωρίτερα, το 2004, το "Al otro lado del Rio" από την ταινία "Motorcycle Diaries" ήταν το δεύτερο. Το πρώτο το ξέρουμε όλοι.

Τα παιδιά του Πειραιά είναι ένα τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι, τόσο οι στίχοι όσο και η μουσική (στην οποία συνεργάστηκε ο Ζαμπέτας). Έχει γνωρίσει αμέτρητες επανεκτελέσεις σε δεκάδες γλώσσες. Ο ίδιος ο συνθέτης δεν είχε σε εκτίμηση ούτε το τραγούδι ούτε το ΟΣΚΑΡ.
Ήταν τέτοια η απέχθεια του για το αγαλματάκι και το τραγούδι, ώστε κάποτε την πλήρωσε και η Μαρία Κάλας. Ο θρύλος λέει ότι ο Μάνος Χατζιδάκις βρέθηκε σε μια κοινή παρέα με την Κάλας σε γαλλικό εστιατόριο. Όταν τον αναγνώρισαν τα μέλη της ορχήστρας ξεκίνησαν να παίζουν προς τιμήν του το τραγούδι αυτό. Η Μαρία Κάλας ξεκίνησε να τραγουδά και, όπως ήταν επόμενο, σε όλο το κέντρο έπεσε βαθιά σιωπή. Όταν η Κάλας τελείωσε όλοι οι θαμώνες την αποθέωσαν, αλλά ο Χατζιδάκις, έσκυψε και τις είπε χαμηλόφωνα: «Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου θα τραγουδούσε τόσο μέτρια αυτό το μέτριο τραγούδι».


Η στιγμή που οι παρουσιαστές αναζητούν, αλλά δεν βλέπουν πουθενά τον Μάνο Χατζιδάκη.

"Τα δειλινά" ταξίμια του Ζαμπέτα


 Μόνο η συνεργασία της με τον Σταύρο Ξαρχάκο και τον Γιάννη Μαρκόπουλο ξεπέρασε αυτήν με τον Γιώργο Ζαμπέτα. Ή μήπως όχι;

Η Βίκυ Μοσχολιού είναι ίσως η μεγαλύτερη λαϊκή ερμηνεύτρια που γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες και σημάδεψε με την φωνή της όσο καμία άλλη το ελληνικό τραγούδι. Οι δύο τους, ο Ζαμπέτας και η Μοσχολιού, βρήκαν ο ένας στον άλλο το ιδανικό ταίρι. Ο Ζαμπέτας ήταν ο ιδανικός σολίστας για να "ντύσει" την βελούδινη φωνή της. Και η Μοσχολιού η ιδανική για να ανταποκριθεί στα ταξίμια του μαέστρου.
Συναντήθηκαν πρώτη φορά στην "Λόλα", την μυθική ταινία με την οποία η Μοσχολιού μας συστήθηκε ξαπλωμένη στο περβάζι ενός παραθύρου, στο τραγούδι (Χάθηκε το φεγγάρι) που έγραψε ο Ξαρχάκος, αλλά απογείωσε ο Ζαμπέτας.
Εκτοτε η Μοσχολιού ισορροπούσε διαρκώς ανάμεσα στον έντεχνο Ξαρχάκο (με τον οποίο έκανε τον καταπληκτικό δίσκο Νυν και Αεί το 1974) και τον λαικό Ζαμπέτα που τις χάρισε σπουδαία τραγούδια. Ένα απο τα πιο όμορφα είναι "Τα δειλινά", τα οποία χαρακτηρίζει η δωρικότητα τόσο στην φωνή της Μοσχολιού, όσο και στον ήχο του Ζαμπέτα, σε ενα 45άρι του 1965. Οι στίχοι είναι του σπουδαίου Χαράλαμπου Βασιλειάδη, του επονομαζόμενου "Τσάντα" γιατί τριγυρνούσε με μία δερμάτινη τσάντα μέσα στην οποία είχε έτοιμους στίχους για τους συνθέτες. Κάποια στιγμή θα κάνουμε και σε αυτόν ένα αφιέρωμα.

Κούκος Μονός σε ...διπλό ταμπλό

 Ο Μανώλης Μητσιάς είναι ένας τραγουδιστής που με συγκινεί ιδιαίτερα. Όλα του τα τραγούδια διακρίνονται από έναν απαλό τόνο που τον χαρακτηρίζει η ευγένεια και η γλυκύτητα, σαν ψαλμωδία. Ίσως επειδή από μικρός ασχολήθηκε με τη Βυζαντινή μουσική, ψέλνοντας στην εκκλησία του χωριού του. Τα πρώτα του μουσικά ακούσματα ήταν βυζαντινοί ύμνοι, παραδοσιακά της ιδιαίτερης πατρίδας του.

Ο Μητσιάς έχει συνεργαστεί με όλους τους σπουδαίους συνθέτες και στιχουργούς της μεταπολεμικής Ελλάδας. Έχει ερμηνεύσει δεκάδες τραγούδια που έχουν αφήσει το δικό τους αποτύπωμα -λαϊκά, ελαφρολαϊκά και έντεχνα. Ποιο να πρωτοθυμηθείς;
Ένα, πάντως, έχει μια περίεργη ιστορία. Είναι το τραγούδι “Κούκος μονός σε ένα ταμπλό”. Περιλαμβανόταν στον καταπληκτικό δίσκο "Υπέροχα μονάχοι", που διαμόρφωσαν οι στίχοι του Άλκη Αλκαίου και η μουσική του Θάνου Μικρούτσικου.
Το αξιοπερίεργο και σπάνιο για την μουσική μας σκηνή είναι ότι το ίδιο τραγούδι, με άλλο τίτλο ("Άνοιξη"), σε άλλο δίσκο ("Εντελβάις") και με άλλον συνθέτη (Μαριος Τόκας) είχε ερμηνεύσει μερικά χρόνια νωρίτερα άλλος τραγουδιστής, ο Δημήτρης Μητροπάνος (εξ ου και το "διπλό ταμπλό στον τίτλο")!
Και τα δύο είναι τόσο δια
φορετικά, όσο υπέροχα αν και προσωπικά είμαι ασφαλώς ευνοϊκά διακείμενος στον Θάνο...
Ανάλογο φαινόμενο, (ίδιων στίχων, σε διαφορετικό δίσκο, με διαφορετικές συνθέσεις και ερμηνευτές) είναι η Αρμίδα, το ποίημα του Νίκου Καββαδία. Η πρώτη απόπειρα έγινε από την Μαρίζα Κοχ στον δίσκο της "Μαρίζα Κοχ", το 1977 (σε δική της μουσική και ερμηνεία). Ακολούθησε ο Θάνος Μικρούτσικος στον "Σταυρό του Νότου" με ερμηνευτή τον Γιάννη Κούτρα.

Χασάπικο '40: Ο Χατζιδάκις "κλέβει" τον Μότσαρτ


 Από το 1966 έως το 1972 ο Μάνος Χατζιδάκις έζησε σε μια ιδιότυπη «αυτοεξορία» στη Νέα Υόρκη, περιστοιχιζόμενος από μια εκλεκτή παρέα: την Μελίνα Μερκούρη, τον Ζιλ Ντασέν, τον Νίκο Κούρκουλο, την Δέσπω Διαμαντίδου και άλλους σπουδαίους της ελληνικής τέχνης. Βρέθηκαν εκεί καθώς ο Ντασέν ανέβασε στο Broadway την παράσταση Ilya Darling, βασισμένη στην κινηματογραφική ταινία «Ποτέ την Κυριακή». Εκει τους βρήκε και η δικτατορία, οπότε αποφάσισαν να παρατείνουν την διαμονή τους, μακριά από το ασφυξιογόνο περιβάλλον της πατρίδας μας.

Για όλο εκείνο το διάστημα ο Χατζιδάκις απείχε από τα μουσικά δρώμενα (εξαίρεση η μουσική που έγραψε για ειδικές περιπτώσεις και για βιοποριστικούς λόγους), μέχρι που ο Γκάτσος του έστειλε μερικά καινούργια ποιήματά του, τα οποία περιλήφθηκαν στον δίσκο «Επιστροφή», σε ενορχήστρωση του Δήμου Μούτση. Φαίνεται ότι αυτός ο δίσκος ήταν το έναυσμα να επιστρέψει στην καλλιτεχνική ζωή και στα τέλη του επόμενου χρόνου (1971), ο Μάνος ακολούθησε την αντίστροφη διαδρομή: έγραψε την μουσική, την έστειλε στον Γκάτσο κι αυτός έφτιαξε τους στίχους. Αυτή τη φορά την ενορχήστρωση ανέλαβε ο Γιάννης Σπανός. Ο δίσκος ήταν ό,τι έλεγε ο τίτλος του: «Της γης το χρυσάφι».
Τα τραγούδια ανέλαβαν να ερμηνεύσουν δύο νέοι -τότε- τραγουδιστές, οι οποίοι σήμερα αποτελούν δύο από τις πιο σπουδαίες φυσιογνωμίες της ελληνικής μουσικής σκηνής: ο λόγος για το Μανώλη Μητσιά και τη Δήμητρα Γαλάνη.
Μου είναι πραγματικά δύσκολο να ξεχωρίσω κάποια από τα τραγούδια του δίσκου, καθώς όλα είναι αγαπημένα και υπέροχα. Το «Κυκλαδίτικο» («Στη Μύκονο, στη Σέριφο»), η «Αγάπη μέσα στην καρδιά», «Η μικρή Ραλλού» και πολλά άλλα. Τελικά, η μπίλια έκατσε στο «Χασάπικο 40».
Ο ρυθμός φυσικά είναι χασάπικος, ενώ το 40 δεν παραπέμπει στον... ελληνοϊταλικό πόλεμο, αλλά σε μια πολύ γνωστή εισαγωγή από την κλασική μουσική: την εισαγωγή από το έργο Symphony No. 40 in G minor του Μότσαρτ. Όταν το παρατήρησαν στον Χατζιδάκι, εκείνος είπε την γνωστή ατάκα: «οι ατάλαντοι μιμούνται και οι ταλαντούχοι κλέβουν…».

η Τετραλογία, μια Αττικιουζέλ κι ένα Μουγκ για τον Μούτση

  Το 1975, σε μια εποχή που η Ελλάδα βγαίνει από την επτάχρονη τυραννία και δονείται από τις επαναστατικές μουσικές του Θεοδωράκη στα πικάπ ...