Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

Όταν ο Ρασούλης είδε μια "Ρωγμή του Χρόνου" κι έβγαλε το κεφάλι του


 Σαν σήμερα, το 1945, ο Μανώλης Ρασούλης είδε μια "Ρωγμή του Χρόνου" κι έβγαλε από μέσα το κεφάλι του.

Μπορεί να τον έχουμε συνδέσει ως έναν από τους μεγαλύτερους έλληνες στιχουργούς-ποιητές, μάς συστήθηκε, όμως, ως τραγουδιστής, κάνοντας το 1975 φωνητικά στα "Νέγρικα" του Μάνου Λοΐζου σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη, μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη. Έχει γράψει στίχους σε περισσότερα από 300 τραγούδια - ιστορικές επιτυχίες τα πιο πολλά. Με τον Νίκο Παπάζογλου θα μπορούσαν αν είναι Διόσκουροι -έχω την εντύπωση πως στην ελληνική μουσική σκηνή δύσκολα έχουν ταυτιστεί δυο καλλιτέχνες τόσο πολύ ο ένας με τον άλλον, έτσι που αν πεις «Παπαζογλου» να σου απαντήσει ο άλλος «Ρασούλης» και το ανάποδο.

Στην δική μου κιβωτό του ελληνικού τραγουδιού ο δίσκος του Ρασούλη που θα διέσωζα είναι ασφαλώς εκείνος που περισσότερο από όλους τον εκφράζει: «Η εκδίκηση της γυφτιάς». Το 1977, συμμετέχει στους «Αχαρνής» που «σκαρώνει» ο Σαββόπουλος, μαζί με μία πλειάδα νέων τραγουδοποιών και τραγουδιστών, και εκεί γνωρίζει και τον Νίκο Ξυδάκη. Οι δυο τους βρίσκουν κοινά σημεία και τα μεταφέρουν σε στίχους στο χαρτί. Όμως ταλαιπωρούνται, πηγαίνουν τα τραγούδια από εταιρεία σε εταιρεία, χωρίς θετικό αποτέλεσμα, και μόνον όταν ο Διονύσης Σαββόπουλος εγγυάται στην Lyra ότι ο δίσκος θα είναι ιστορικός ο Πατσιφάς δίνει το πράσινο φως. Η αρχική αντιμετώπιση του κοινού στον δίσκο δεν ήταν καλή. Ο Πατσιφάς εξοργίστηκε, ο Σαββόπουλος του ζήτησε να κάνει υπομονή και σύντομα η πορεία που πήρε «Η εκδίκηση της γυφτιάς» ήταν σαν κι αυτή του πιο γνωστού και τραγουδιού του: «Τρελή κι αδέσποτη». Μέχρι σήμερα έχει πουλήσει περισσότερους από 200.000 δίσκους.

Και μπορεί τα περισσότερα και ίσως τα πιο γνωστά τραγούδια του να τα έχει γράψει με τον Ξυδάκη, τον Χρήστο Νικολόπουλο και τον Λοίζο, όμως το τραγούδι του Ρασούλη που λατρεύω είναι αυτό που έγραψε με τον Πέτρο Βαγιοπουλο. Η διαχρονική μπαλάντα που θεωρούσε ως το πιο προσωπικό τραγούδι του.

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020

Η Λογομαχία που γέννησε το "Dancing in the dark"


 Ένα απόγευμα, στο δωμάτιο του Bruce Springsteen στο Lyden House της Νέας Υόρκης, ο παραγωγός και μάνατζερ Jon Landau είπε στον τραγουδιστή ότι ο δίσκος χρειάζεται ένα νέο τραγούδι για το πρώτο single, που να είναι εγγυημένη επιτυχία και να εξασφαλίζει την ιδιότητα του superstar στον Springsteen. Επίσης, να είναι άμεσα σχετικό με την τρέχουσα κατάσταση αφού ένα μεγάλο μέρος του δίσκου είχε γραφτεί δύο χρόνια νωρίτερα. Όπως γράφει ο Dave Marsh στο βιβλίο «Glory Days», ο Springsteen αντέδρασε και στη συνέχεια εξερράγη. «Κοίτα», είπε με θυμό, «έχω γράψει 70 τραγούδια. Αν θες κι άλλο γράψ'το εσύ!».

Η έντονη λογομαχία αποτέλεσε τη σπίθα με την οποία ο Springsteen άναψε τη δημιουργική του φωτιά. Το ίδιο βράδυ πήρε την ακουστική του κιθάρα κι έκατσε κι έγραψε το «Dancing In The Dark», το οποίο αποδείχθηκε ότι ήταν ακριβώς το τραγούδι που έψαχνε ο Landau. Η κακή διάθεση εκείνης της έντονης ημέρας, σε συνδυασμό με την αναστάτωση που ένιωθε ο τραγουδιστής στην προσπάθειά του να ολοκληρώσει το δίσκο, διαχύθηκε μέσα στους στίχους του τραγουδιού. Έτσι, στο «Dancing In The Dark» ο Bruce Springsteen εκφράζει τη δυσκολία του να γράψει μία επιτυχία και την αναστάτωση που του προκαλεί η προσπάθεια να γράψει τραγούδια που να ευχαριστούν τον κόσμο («I'm sick of sitting 'round here tryin' to write this book»). Ο δε στίχος «This gun's for hire» αποτελεί αναφορά στην, ουσιαστικά, διαταγή του μάνατζερ και της δισκογραφικής εταιρείας να γράψει μία επιτυχία, γεγονός που τον κάνει να αισθάνεται σαν μισθοφόρος και όχι σαν καλλιτέχνης που επιζητά την έμπνευση («you can't start a fire without a spark»). Κατά ειρωνικό τρόπο, το τραγούδι αυτό αποδείχθηκε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του.

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Λέοναρντ Κοέν και η "Σούζαν" κατεβαίνουν το ποτάμι




«Η Σουζάν σε κατεβάζει στο μέρος της
κοντά στο ποτάμι
Ακούς τις βάρκες να περνούν
Περνάς τη νύχτα δίπλα της
Και ας ξέρεις πως είναι μισότρελη
Αλλα γι αυτό θες να είσαι εκεί…».

Η «Σουζάν» είναι το πιο γνωστό -και σίγουρα το πιο ερωτικό- τραγούδι του Λέοναρντ Κοέν, που γεννήθηκε σαν σήμερα, το 1934. Αφορά ένα υπαρκτό πρόσωπο: την Σουζάν Βερντάλ μια νεαρή χορεύτρια παντρεμένη με ένα γλύπτη, τον Αρμάντ.
Υπάρχει μια συνέντευξη που έδωσε η ίδια η χορεύτρια στο BBC, όπου περιγράφει πώς ξεκίνησε η ιστορία του τραγουδιού, αλλά και της σχέσης της με τον Κοέν. Η Σουζάν ζούσε στον Καναδά μαζί με τον Αρμάντ, τον οποίο παντρεύτηκε αφού για καιρό πριν ζουσαν ως εραστές κι ενώ εκείνος ήταν ήδη παντρεμένος. Ο Λέοναρντ Κοέν ερωτεύτηκε την ελευθεριότητα του χαρακτήρα της, σε μια εποχή που οι νέοι -και φυσικά και ο Κοέν- ήταν επηρεασμένοι από το ρεύμα των beat, που προκάλεσε μια γενικότερη εξέγερση ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις της συντηρητικής κοινωνίας της δεκαετίας του '50.
Όταν η Σουζάν χώρισε με τον γλύπτη αποφάσισε να ζήσει στις όχθες του ποταμού Σεντ Λόρενς, κοντά στη λίμνη Οντάριο. Εκεί την βρήκε ξανά ο Κοέν, την επισκεπτόταν συχνά και κάθονταν πολλές ώρες μαζί, τρώγοντας πορτοκάλια και πίνοντας τσάι. Η Σουζάν κατάλαβε από την πρώτη στιγμή πως ο Κοέν έγραψε το τραγούδι για την ίδια, ωστόσο αυτό σηματοδότησε και το τέλος της σχέσης τους.

«Και σε ταΐζει τσάι και πορτοκάλια
Που ταξίδεψαν από τη μακρινή Κίνα
Και όταν προσπαθείς να της πεις
Πως δεν έχεις αγάπη να της δώσεις
Εκείνη σε φέρνει στα νερά της
Κι αφήνει το ποτάμι να απαντήσει
Πως ήσουν πάντα ο εραστής της…
».

Την «Σουζάν» ο Κοέν την τραγούδησε στην Τζούντι Κόλινς, αστέρι της φολκ μουσικής σκηνής, από το τηλέφωνο κι εκείνη αμέσως υποσχέθηκε ότι θα το ηχογραφούσε. Όπερ και εγένετο. Μετά από αυτό ο Κοέν συναντήθηκε με έναν από τους κορυφαίους κυνηγούς μουσικών ταλέντων, τον Τζον Χάμοντ, ο οποίος είχε κάνει συμβόλαιο στον Μπομπ Ντίλαν και ήταν αυτός που ανακάλυψε τον Μπρους Σπρίνγκστιν. Ο Χάμοντ ζήτησε από τον Κοέν να του τραγουδήσει κάποια τραγούδια και στο τέλος της ακρόασης τού είπε λακωνικά «Το έχεις».

Μετά, όλα πήραν το δρόμο τους…

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Μάνος Λοΐζος και το προνόμιο της Αθανασίας


 

Ορισμένοι έχουν το προνόμιο της αθανασίας, ακόμα κι όταν πεθάνουν. Τους θυμάσαι όταν ακούς Ακορντεόν, ή μια Κουτσή Κιθάρα. Κάθε φορά που βλέπεις Χελιδόνι και Καλημερίζεις τον Ηλιο. Όταν είσαι Φαντάρος, σε κάθε σου άδεια. Όταν βλέπεις κάποιον να κλαίει. Κάθε Πρώτη Μαΐου, στο δρόμο για τις πλατείες, ή τα λιβάδια. Το Σαββατόβραδο, κι ενώ Σε 5 Ωρες Ξημερωνει Κυριακή. Όταν σχεδιάζεις Ταξίδια Μακρινά Ως Τη Τζαμάικα.
Και κάθε φορά που Κρύβει η Νύχτα το Φεγγάρι, αλλά εσύ προσπαθείς μες το σκοτάδι, με την βεβαιότητα πως Τίποτα Δεν Πάει Χαμένο...

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020

"Ξερζωμός": Ο σπαρακτικός μονόλογος της Καρέζη συναντά το μοιρολόι του Ξυλούρη


 "Το Μεγάλο μας Τσίρκο" αποτελεί μια απο τις κορυφαίες στιγμές στην σύγχρονη ελληνική θεατρογραφία. Όχι μόνο συμβολικά, επειδή γράφτηκε και ανέβηκε σε μια απο τις πιο δύσκολες ιστορικά περιόδους για την πατρίδα μας. Αλλά και γιατί ήταν ένα έργο που διέτρεξε όλη την ελληνική ιστορία.

Μιλώντας με αλληγορίες για την ελληνική κοινωνία, όπως το σκετς με τον Κρόνο που τρώει τα παιδιά του. Θίγοντας πτυχές της ιστοριας που έμεναν τότε επιμελώς κρυμμένες, όπως ο εμφύλιος στην διάρκεια της επανάστασης.
Σκιαγραφώντας τον αέναο έλεγχο του νέου ελληνικού κράτους από τις ξένες δυνάμεις, όπως στο διεισδυτικό σκετς με τους τέσσερις πρεσβευτές (ειδικά το πικρό απόσπασμα για το Σύνταγμα).
Όμως, στην διαδρομή καταγραφής της ελληνικής ιστορίας κατά τη διάρκεια της παράστασης, η πιο συγκλονιστική σκηνή είναι η περιγραφή της Μικρασιατικής Καταστροφής. Εκεί ο σπαρακτικός μονόλογος της Καρέζη συναντά το μοιρολόι του "Αρχάγγελου της Κρητης" και την ανασα που κρατιέται μεσα μας σε κάθε ανακοίνωση στο δελτίο του Ερυθρού Σταυρού.

"Χαμένη γη και προσφυγιά,
τα πόδια εδώ, αλλού η καρδιά
κομμάτια μου ψάχνω να βρω,
να κάνω ρίζες, να ξανασταθώ
και να φωνάξω με φωνή
που να ματώσουν οι ουρανοί,
όλοι μας σφάζαν και μας πνίγανε μαζί,
εγγλέζοι γάλλοι κι αμερικανοί.
.."

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Οοοh, Biko! Oooh, Peter!


Το τραγούδι «Biko», που γράφτηκε για την ομώνυμη ταινία, είναι μία από τις κορυφαίες επιτυχίες του Πίτερ Γκάμπριελ. Έγινε ύμνος κατά του ρατσισμού και κυριάρχησε σε όλες τις συναυλίες της Διεθνούς Αμνηστίας που γίνονταν κατά του Άπαρτχαιντ σε όλο τον κόσμο την δεκαετία του 80. Ανάμεσά τους και στην Ελλάδα, όπου ο Γκάμπριελ κάλεσε το αθηναϊκό κοινό να τραγουδήσει μαζί του.

Για την μαύρη κοινότητα της Νοτίου Αφρικής ο Στίβεν Μπίκο ήταν ο «άγνωστος Μαντέλα» που πέθανε μετά από σκληρά βασανιστήρια της αστυνομίας και ξεψύχησε σε ένα πορτ μπαγκάζ αυτοκινήτου. Ήθελε να σπουδάσει ιατρική, αλλά εξαιτίας της δράσης του δεν τα κατάφερε. Τον απέβαλαν για τις ιδέες του σχετικά με το απαρτχάιντ. Το 1973 του επιβλήθηκαν όροι «σιωπής», όπως: να μη μιλάει σε παραπάνω από ένα άτομο τη φορά, να μη συνομιλεί δημόσια, να μη δημοσιεύει κείμενα και να μην έχει επαφή με τα media.

Το 1977 συνελήφθη σε μπλόκο της αστυνομίας με την κατηγορία της τρομοκρατίας και ανακρίθηκε στην αίθουσα 619* του αστυνομικού σταθμού στο Port Elizabeth* για 22 ώρες. Η ανάκριση περιελάμβανε βασανιστήρια που τον οδήγησαν σε κώμα. Ειδικά ένα χτύπημα στο κεφάλι ήταν μοιραίο. Για να τον «σώσουν», τον έβαλαν γυμνό μέσα στο πόρτ μπαγκάζ ενός Land Rover και τον μετέφεραν στην Πρετόρια που είχε νοσοκομείο στη φυλακή. Η απόσταση ήταν 1.100 χιλιόμετρα. Όταν έφτασε, ξεψύχησε. Οι αρχές ανακοίνωσαν ότι πέθανε μετά από απεργία πείνας στις 12 Σεπτεμβρίου 1977.

ΥΓ. Αξίζει να ακούσετε όλο το συγκεκριμένο live για τον τρόπο με τον οποίο, σιγά σιγά, “σβήνουν” ένα ένα τα όργανα, καθώς αποχωρούν ένας μετά τον άλλο οι μουσικοί από την σκηνή...

*Το τραγούδι ξεκινά έτσι:
September ’77 Port Elizabeth weather fine
It was business as usual
In police room 619
Oh Biko, Biko, because Biko, Oh Biko, Biko, because Biko...

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

Η "Σκάντζα" του Μπονάτσου με τον Αλκαίο και τον Θάνο


 Όσο κι αν ο Μικρούτσικος έχει συνδεθεί στην ιστορική μνήμη με την σπονδή του στον θαλασσινό ποιητή, η συνεργασία με τον Αλκαίο είναι αυτή που τον οδήγησε να βρει τον δρόμο για τις καρδιές μας. Γι αυτό και όσοι τον αγαπήσαμε για τον «Σταυρό του Νότου», τον ερωτευτήκαμε για το «Εμπάργκο».

Ο Θάνος με τον Άλκη γνωρίστηκαν ένα βράδυ του 1978, σε ένα μπαρ στις όχθες του Ιορδάνη. Στο ίδιο τραπέζι ήταν ο Μανουέλ Ντουάρτε, ο Ελβέρτο Κόμπος και ο Ναΐμ Ασχάμπ. Εκεί τότε γεννήθηκε μια σπουδαία φιλία που κράτησε για πάντα και ένας δίσκος που μίλησε πολιτικά με έναν διαφορετικό τρόπο από εκείνον του Μίκη, βάζοντας φρέσκο αέρα στα σαλόνια μιας νέας κοινωνίας που δημιουργείται και ανασαίνει πρώτη φορά ελεύθερη.
Ο Μικρούτσικος, που είχε μια λατρεία στους ποιητές, είχε κάνει ήδη τέσσερις δίσκους σε ποίηση Μαγιακόφσκι, Ναζίμ Χικμέτ, Λόπε Δε Βέγα και Μάνου Ελευθερίου. Το 1978, λοιπόν συναντιέται σε έναν δίσκο με άλλους πέντε: Είναι ο Μπρεχτ, ο Ρίτσος, ο Αναγνωστάκης και ο Φώντας Λάδης, που του δίνουν τα ποιήματά τους, σε έναν δίσκο όπου αναδείχτηκαν μερικά αληθινά διαμάντια («Άννα μην κλαίς» «Κι ήθελε ακόμα), αλλά ηταν ο Αλκαίος με τον «Φεβρουάριο 1848» αυτός που δημιούργησε αίσθηση.
Τέσσερα χρόνια αργότερα (1982) -μέσα από μια φιλία και μια σχέση που έχει πια ωριμάσει- γεννιέται το «Εμπάργκο», ο δίσκος που θεωρείται ο αγαπημένος του Μικρούτσικου και είναι αφιερωμένος στον Κωστή Μοσκώφ. Ήταν ένας περίεργος δίσκος, ένα παράξενο πάντρεμα ερωτικού και πολιτικού τραγουδιού και της μπαλάντας με το ροκ, με αφιερώσεις σε ποιητές όπως η Σύλβια Πλαθ και φιλοσόφους όπως ο Νίκος Πουλαντζάς. Από τον δίσκο ξεχώρισε αμέσως η «Πιρόγα» με την φωνή του Μανόλη Μητσιά, ενώ αρκετοί στάθηκαν φυσικά και στο «Κακόηθες μελάνωμα», ένα τραγούδι που ο Μικρούτσικος έγραψε επειδή εξοργίστηκε με την απαξίωση που βίωσε ο Πουλαντζας από το ΚΚΕ: «Εξοργίστηκα όταν διάβασα στον Ριζοσπάστη δύο φράσεις μόνο, σε μια μέσα σελίδα, λίγο πάνω λίγο κάτω από την είδηση ότι είχε ακριβύνει το ζαμπόν και το κεφαλοτύρι, ότι «χθες αυτοκτόνησε στο Παρίσι ο Νίκος Πουλαντζάς» ή κάτι τέτοιο. Αυτή ήταν, σε μόλις δύο γραμμές, η αναγγελία του θανάτου ενός μεγάλου διανοητή, ενός από τους μεγαλύτερους διανοητές του μαρξισμού στον κόσμο.
Αμέσως, ως μέλος του ΚΚΕ, έκρινα σκόπιμο και του αφιέρωσα το «Κακόηθες Μελάνωμα»», περιγράφει στην αυτοβιογραφία του.
Από εκείνο τον δίσκο, ωστόσο, ξεχώρισα ένα τραγούδι με τον Μπονάτσο, την Σκάντζα, το οποιο ο Βλάσσης, με την χαρακτηριστική περφόρμανς του, αναδεικνύει με έναν τρόπο που δύσκολα αντιγράφεται και δύσκολα μπορεί να διασκευαστεί. Ή μήπως όχι;

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Γιατί στον Σέρτζιο Εντρίγκο χρωστάμε την ύπαρξή μας οι «50 something»


Στην Ελλάδα όταν μιλάμε για ξένο τραγούδι τα όποια σημεία αναφοράς, συνήθως, κινούνται στο δίπολο Αγγλία-Αμερική, ενώ ως μουσικό ρεύμα επίκεντρο είναι το ροκ. Τελευταία ανακαλύψαμε την τζαζ και το έθνικ σε μια προσπάθεια, ίσως, να δώσουμε εξωτική διάσταση στην μουσική μας αντίληψη.

Πριν από μερικές δεκαετίες, ωστόσο, ήταν το ιταλικό belcanto που συγκινούσε τους Έλληνες. Ήταν η εποχή που στις ερωτικές φαντασιώσεις του έθνους πρωταγωνιστούσαν η Τζίνα Λολομπριτζίτα και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, η Μόνικα Βίτι και ο Βιτόριο Γκάσμαν.

Οι πατεράδες μας και οι μανάδες μας στριμώχνονταν να δουν τη «Νύχτα» και το «8 1/2». Και παρέλυαν στις αθηναικές μπουάτ με το «Ti Amo», το «Adesso, Si», το «Se le Cause Stano Cosi», την «Τereza», αλλά πάνω απ όλα με το «Ιo Che Αmo Solo Te». Να το πάρουμε απόφαση ότι κάποιοι από εμάς τους «50 something» μπορεί και να μην διαβάζαμε τώρα αυτές τις γραμμές, αν δεν υπήρχε ο Σέρτζιο Εντρίγκο να χαλαρώσει τις αναστολές των κοριτσόπουλων και να τις κάνει να ενδώσουν στο φλέρτ.

Ο Σέρτζιο Εντρίγκο (που έφυγε σαν σήμερα, το 2007) μεγάλωσε σε ένα μουσικό σπίτι –μουσικός ήταν και ο πατέρας του αλλά αγαπούσε την όπερα. Ο Σέρτζιο προτίμησε να ασχοληθεί με το ελαφρύ τραγούδι, με το οποίο έκανε σημαντικές επιτυχίες. Εγραψε ο ίδιος περισσότερα από 250 τραγούδια τα περισσότερα από τα οποία έγιναν διεθνείς επιτυχίες.

H «Tereza» μεταφράστηκε στα ελληνικά και ερμηνεύτηκε από τον Νίκο Μαστοράκη, ενώ η μπαλάντα «La Rosa Bianca», μεταφράστηκε στα αγγλικά με τον τίτλο «A precious white rose» από τους Forminx (το συγκρότημα του Βαγγέλη Παπαθανασίου την δεκαετία του 60), με τον Τάσο Παπασταμάτη. Πάνω στην ίδια μελωδία (La Rosa Bianca) έγραψε δικούς του στίχους ο Πάνος Κατσιμίχας (στον πρώτο προσωπικό του δίσκο μετά το χωρισμο του ντουέτο) δημιουργώντας το «Ν’ αντέχουμε μόνο μάς μένει». Ήταν τέτοια η δύναμη του τραγουδιού όμως που τελικά σε αυτό θα συμμετάσχει και ο Χάρης.

η Τετραλογία, μια Αττικιουζέλ κι ένα Μουγκ για τον Μούτση

  Το 1975, σε μια εποχή που η Ελλάδα βγαίνει από την επτάχρονη τυραννία και δονείται από τις επαναστατικές μουσικές του Θεοδωράκη στα πικάπ ...