Δευτέρα 4 Απριλίου 2022

Casablanca: Όταν ένας εθνικός ύμνος έγινε Soundtrack

Το 1941 μια ταινία κατάφερε να κάνει soundtrack έναν εθνικό ύμνο, ίσως τον πιο διάσημο εθνικό ύμνο: την μασαλιώτιδα. Η ταινία ήταν η Casablanca. 

Η Casablanca τα είχε όλα. Σενάριο, διαλόγους, χαρακτήρες, φωτογραφία, σκηνοθεσία, μουσική, τραγούδια. Ήταν μαζί και δράμα και ρομάντσο και κωμωδία και δράση. Ύμνος στην φιλία, στην αγάπη, στο χρέος, στο καθήκον, στον (καλώς εννοούμενο) πατριωτισμό.

Οι σπουδαίες σκηνές ήταν πολλές.

Όταν o μοναδικός Dooley Wilson (o Σαμ), παίζει το "As time goes by", όταν η κοπέλα από την Βουλγαρία εξομολογείται το αδιέξοδό της στον Ρικ, όταν ο Ρικ αποχαιρετά την Ίλσα (we 'll always have Paris) και βέβαια το φινάλε ("Louis, I think this is the beginning of a beautiful friendship").  

Και πόσες άλλες...

Αλλά αυτή ήταν -για μένα- η κορυφαία σκηνή της ταινίας. Προσέξτε πως μέσα σε τρία λεπτά από τον διάλογο για ένα ζήτημα έρωτα

- Ρικ: Δεν θα δεχόμουν ούτε με 1 ούτε με 2 ούτε με τρία εκατομμύρια

- Βίκτορ Λάζλο: Θα πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος

- Ρικ: Ρώτησε την γυναίκα σου

περνά σε μια βαθιά συγκινητική πράξη αντίστασης (La Marseillaise), όπου όμως την παράσταση κλέβει το βλέμμα της Ίλσα που κοιτάζει με μάτια που γυαλίζουν, όλο λατρεία, τον Λάζλο, και ολοκληρώνει με μια απίθανη χιουμοριστική σεκάνς, όταν ο αστυνόμος κλείνει το καφέ

- Ρικ: γιατί με κλείνεις;

- Αστυνόμος: είμαι σοκαρισμένος, διαπίστωσα ότι έχεις ρουλέτα

- Γκρουπιέρης - τα κέρδη σας από τη ρουλέτα αστυνόμε).

Σπάνια κάποιο τραγούδι έχει συνδεθεί τόσο πολύ με μια ταινία. Τo περίφημο As Time Goes By, αποδοθηκε από τον Sam -κατά κόσμον Dooley Wilson- που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1886 και ήταν ήδη 58 ετών όταν γυριζόταν η Casablanca. Ο Dooley Wilson ήταν ντράμερ και τραγουδιστής, όχι πιανίστας και στην ταινία, οι σκηνές με το πιάνο "ντουμπλάρονταν". Το τραγούδι αυτό ειναι ένα απο τα πιο αγαπημένα μου.




“Zu Asche, Zu Staub”: ένα τραγούδι, μία τηλεοπτική σειρά

Το "Moka Efti" της σπουδαίας τηλεοπτικής σειράς "Babylon Berlin" ήταν ένα υπαρκτό μπαρ. Αυτό που δεν είναι ακριβές στην πλοκή της ιστορίας είναι πως ο πραγματικός ιδιοκτήτης του μπαρ δεν ήταν ο Αρμένης, Edgar Kasabian, αλλά ένας ελληνοιταλός: ο Giovanni EFTI-miadis (Γιάννης Ευθυμιάδης).

Το μπαρ βρισκόταν στην Leipziger Strasse, στο κέντρο του Βερολίνου και άκμασε την δεκαετία του 1920. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα dance-hall της πόλης και είχε χαρακτηριστικά που παρέπεμπαν στο περίφημο Kit Kat Klub που έκανε διάσημο η Λάιζα Μινέλι.

Όσοι έχουν δει την σειρά θα πρέπει να έχουν υπ όψιν τους, πως οι παραγωγοί του "Babylon Berlin" δεν έφτασαν καν με την φαντασία τους όσα συνέβαιναν στο εσωτερικό του πραγματικού Moka Efti. Η διακόσμηση του αρχικού χώρου ήταν ακόμα πιο προχωρημένη από ό,τι επέτρεψε η φαντασία των τηλεοπτικών παραγωγών.

Για παράδειγμα υπήρχε ένας ανελκυστήρας που μετέφερε τους επισκέπτες κατευθείαν από το επίπεδο του δρόμου στον πρώτο όροφο! Αυτή η εφεύρεση ήταν τόσο ταυτισμένη με την κοινωνική πραγματικότητα εκείνη την εποχή, που πολλοί Βερολινέζοι επισκέπτονταν το Μoka Efti, απλώς, για αυτή την βόλτα με τον ανελκυστήρα.

Οι θαμώνες μπορούσαν να θαυμάσουν τις μαυριτανικές καμάρες, τους τεράστιους πίνακες που έπιαναν από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα και ένα «αιγυπτιακό σαλόνι», όπου οι ιδιοκτήτες ισχυρίζονταν ότι πουλούσαν περισσότερα από 25.000 φλιτζάνια καφέ σε μια μέρα.

Υπήρχε μια αίθουσα μπιλιάρδου, ένα κουρείο και μια αίθουσα αλληλογραφίας γεμάτη με δακτυλογράφους έτοιμους να ανταποκριθούν σε όποιους πελάτες ήθελαν να υπαγορεύσουν οτιδήποτε.

Υπήρχε ακόμα ένα ζαχαροπλαστείο φτιαγμένο από λευκό μάρμαρο, συνδεδεμένο με ένα μπαρ μέσω ενός διαδρόμου, το οποίο έμοιαζε με βαγόνι στο Orient Express: «Δεν κάθεσαι μόνο εδώ, ταξιδεύεις», έγραψε τότε ο κοινωνικός σχολιαστής Siegfried Kracauer.

Στο Moka Efti ο κόσμος χόρευε και τραγουδούσε σαν να ήταν η τελευταία του νύχτα. Σαν να μην υπήρχε αύριο. Όμως, αυτό ακριβώς ήταν και το Βερολίνο σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’20. Μια από τις πιο λαμπερές και προοδευτικές πόλεις του πλανήτη, αλλά και μια μητρόπολη που βούλιαζε στην ανασφάλεια, καθώς η Δημοκρατία της Βαϊμάρης βρισκόταν στο τέλος της και όλοι διαισθάνονταν ότι χειρότερες μέρες έρχονται.

Από όλη την υπέροχη σειρά κρατώ μία σκηνή περίπου 11 λεπτών, στο δεύτερο επεισόδιο (αν θυμάμαι καλά) του πρώτου κύκλου. Είναι η σκηνή όπου η Λένα Νίκορος, η κόμισσα Σορόκινα (την ερμηνεύει η Λιθουανή ηθοποιός και τραγουδίστρια Σεβερίγια Γιανουσαουσκάιτε), μια καταπληκτική καλλιτεχνική περσόνα, βγαίνει να τραγουδήσει το περίφημο “Zu Asche, Zu Staub” («από την στάχτη στην σκόνη»), που είναι και το βασικό μουσικό θέμα της σειράς στον πρώτο κύκλο.

Πέρα από την δύναμη της μουσικής και την σκηνική παρουσία της Νίκορος, ακόμα περισσότερο ενθουσιάζει η εκπληκτική χορογραφία στην οποία πρωταγωνιστεί η πανέμορφη και γλυκύτατη Σαρλότε (Liv Lisa Fries), καθώς μαζεύει σμάρι τους θαυμαστές.

Γύρω της χορεύει ένα εκστατικό πλήθος νεαρών θαμώνων. Ένα κοινό που τραντάζεται σε συγχρονισμό με τους εντυπωσιακούς ρυθμούς της μουσικής, σαν υπνωτισμένο:

Αυτή ήταν η βερολινέζικη γενιά του 1920, που ερωτευόταν και φλέρταρε για μια νύχτα, ξεδιπλωνόταν και χόρευε στην άκρη της αβύσσου, που ζούσε στα άκρα, περιμένοντας την πλήρη κατάρρευση. Που δεν φοβόταν τίποτα, δεν έλπιζε σε τίποτα και ήταν ελεύθερη.

Αν δεν υπήρχε στην πραγματικότητα, οι παραγωγοί έπρεπε να εφεύρουν το Moka Efti. Και είναι αλήθεια πως χωρίς αυτό το Babylon Berlin –παρά την εξαιρετική του πλοκή, την καταπληκτική αποτύπωση της εποχής και τις άριστες ερμηνείες- θα ήταν μια άλλη σειρά. 


η Τετραλογία, μια Αττικιουζέλ κι ένα Μουγκ για τον Μούτση

  Το 1975, σε μια εποχή που η Ελλάδα βγαίνει από την επτάχρονη τυραννία και δονείται από τις επαναστατικές μουσικές του Θεοδωράκη στα πικάπ ...