Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

As time goes by...


 78 χρόνων γίνεται σήμερα η μεγαλύτερη ταινία όλων των εποχών.

Η Casablanca τα είχε όλα. Σενάριο, διαλόγους, χαρακτήρες, φωτογραφία, σκηνοθεσία, μουσική, τραγούδια. Ήταν μαζί και δράμα και ρομάντσο και κωμωδία και δράση. Ύμνος στην φιλία, στην αγάπη, στο χρέος, στο καθήκον, στον (καλώς εννοούμενο) πατριωτισμό.
Οι σπουδαίες σκηνές ήταν πολλές.
Όταν o μοναδικός Dooley Wilson (o Σαμ), παίζει το "As time goes by", όταν η κοπέλα από την Βουλγαρία εξομολογείται το αδιέξοδό της στον Ρικ, όταν ο Ρικ αποχαιρετά την Ίλσα (we 'ii always have paris) και βέβαια το φινάλε ("Louis, I think this is the beginning of a beautiful friendship").
Και πόσες άλλες...
Αλλά αυτή ήταν -για μένα- η κορυφαία σκηνή της ταινίας.
Προσέξτε πως μέσα σε τρία λεπτά
από τον διάλογο για ένα ζήτημα έρωτα
- Ρικ: Δεν θα δεχόμουν ούτε με 1 ούτε με 2 ούτε με τρία εκατομμύρια
- Βίκτορ Λάζλο: Θα πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος
- Ρικ: Ρώτησε την γυναίκα σου
περνά σε μια βαθιά συγκινητική πράξη αντίστασης (La Marseillaise), όπου όμως την παράσταση κλέβει το βλέμμα της Ίλσα που κοιτάζει με μάτια που γυαλίζουν, όλο λατρεία, τον Λάζλο
και ολοκληρώνει με μια απίθανη χιουμοριστική σεκάνς, όταν ο αστυνόμος κλείνει το καφέ
- Ρικ: γιατί με κλείνεις;
- Αστυνόμος: είμαι σοκαρισμένος, διαπίστωσα ότι έχεις ρουλέτα
- Γκρουπιέρης - τα κέρδη σας από τη ρουλέτα αστυνόμε).


Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

Shirley Bassey: Διάσημη όσο κι ο James Bond


Έχουν περάσει 64* χρόνια από τότε που η γεννημένη στο Κάρντιφ της Ουαλίας Σίρλεϊ Βερόνικα Μπάσεϊ, κόρη μιας Αγγλίδας και ενός Νιγηριανού, ξεκίνησε τη διεθνή καριέρα της, για να αναδειχθεί σε μία από τις πιο επιτυχημένες τραγουδίστριες της Βρετανίας.

Η αρχή έγινε από τα δεκατέσσερα χρόνια της: η μικρή Σίρλεϊ, η οποία για βιοποριστικούς λόγους εργαζόταν σε ένα εργοστάσιο που παρασκεύαζε λουκάνικα, άρχισε τα Σαββατοκύριακα να εμφανίζεται σε διάφορα μικρά κλαμπ. Το 1951 υπέγραψε το πρώτο της επαγγελματικό συμβόλαιο, με το παρθενικό single της, το «Burn my candle», να κυκλοφορεί στις 25 Νοεμβρίου του 1956.
Κάπως έτσι ξεκίνησε η περίοδος των μεγάλων επιτυχιών, με την ερμηνεύτρια να κυκλοφορεί περισσότερα από 40 άλμπουμ, οι πωλήσεις των οποίων έχουν ξεπεράσει τα 135.000.000 σε όλον τον κόσμο.
Μεταξύ άλλων έχει τραγουδήσει για τον Τζον Κένεντι, την ημέρα που ορκίστηκε πρόεδρος των ΗΠΑ, έχει ηχογραφήσει το «Something» των Μπιτλς κάνοντάς το μεγαλύτερη επιτυχία από ό,τι είχε κάνει το συγκρότημα, ενώ παραμένει η μοναδική ερμηνεύτρια που έχει τραγουδήσει σε τρεις ταινίες «Τζέιμς Μποντ», στις «Goldfinger», «Diamonds are forever» και «Μoonraker».
Εδώ η σπουδαία τραγουδίστρια είναι σε ένα σπάνιο ντουέτο με τον Alain Dellon στο Thought I'd Ring You και περιλαμβάνεται στο Album "Remember".
*Ήταν προγραμματισμένο για χτες, αλλά η αναχώρηση του Θεού μας χάλασε όλη την διάθεση...

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

Shirley Bassey: Διάσημη όσο κι ο James Bond

 Έχουν περάσει 83 χρόνια από τότε που η γεννημένη στο Κάρντιφ της Ουαλίας Σίρλεϊ Βερόνικα Μπάσεϊ, κόρη μιας Αγγλίδας και ενός Νιγηριανού, ξεκίνησε τη διεθνή καριέρα της, για να αναδειχθεί σε μία από τις πιο επιτυχημένες τραγουδίστριες της Βρετανίας.

Η αρχή έγινε από τα δεκατέσσερα χρόνια της: η μικρή Σίρλεϊ, η οποία για βιοποριστικούς λόγους εργαζόταν σε ένα εργοστάσιο που παρασκεύαζε λουκάνικα, άρχισε τα Σαββατοκύριακα να εμφανίζεται σε διάφορα μικρά κλαμπ. Το 1951 υπέγραψε το πρώτο της επαγγελματικό συμβόλαιο, με το παρθενικό single της, το «Burn my candle», να κυκλοφορεί το 1956. Κάπως έτσι ξεκίνησε η περίοδος των μεγάλων επιτυχιών, με την ερμηνεύτρια να κυκλοφορεί περισσότερα από 40 άλμπουμ, οι πωλήσεις των οποίων έχουν ξεπεράσει τα 135.000.000 σε όλον τον κόσμο.
Μεταξύ άλλων έχει τραγουδήσει για τον Τζον Κένεντι, την ημέρα που ορκίστηκε πρόεδρος των ΗΠΑ, έχει ηχογραφήσει το «Something» των Μπιτλς κάνοντάς το μεγαλύτερη επιτυχία από ό,τι είχε κάνει το συγκρότημα, ενώ παραμένει η μοναδική ερμηνεύτρια που έχει τραγουδήσει σε τρεις ταινίες «Τζέιμς Μποντ», στις «Goldfinger», «Diamonds are forever» και «Μoonraker».



Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

Το "Πρωινό τσιγάρο" του ποιητή Αλκαίου

 Υπάρχουν εκείνοι που πρώτα έγραψαν ποιήματα και μετά αυτά έγιναν τραγούδια. Και υπάρχουν και αυτοί που πρώτα έγραψαν τραγούδια και αργότερα, πολύ αργότερα, καταλάβαμε πως ήταν στην πραγματικότητα ποιήματα. Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανήκει ο Άλκης Αλκαίος.

Τον μελοποίησαν σπουδαίοι συνθέτες, όπως ο Μάριος Τόκας, ο Μπάμπης Στόκας, ο Θάνος Μικρούτσικος (με τον οποίο έκανε τον σπουδαίο δίσκο «Εμπάργκο», αφιερωμένο στον Κωστή Μοσκώφ και συνεργάστηκαν σε δεκάδες μεγάλα τραγούδια), ο Χριστόφορος Κροκίδης, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και άλλοι της νεότερης γενιάς, όπως ο Μάλαμας, ο Πασχαλίδης, ο Πλιάτσικας και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης.

Το 1982 γράφει μερικούς στίχους έχοντας στο μυαλό του πως θέλει να του γράψει την μουσική ο Μάνος Λοΐζος. Εκείνη την περίοδο ο Μάνος ήταν στην Μόσχα, όπου έδινε την μάχη με τον καρκίνο. Ο Αλκαίος έδωσε τους στίχους σε έναν κοινό φίλο, τον Ηλία Γεράκη. Ο Λοΐζος ενθουσιάστηκε με τους στίχους και υποσχέθηκε να τους μελοποιήσει, όταν επιστρέψει. Αλλά δεν επέστρεψε ποτέ…
Ο Αλκαίος αποφάσισε τότε να μην το δώσει σε κανέναν άλλον και συμπεριέλαβε το «Πρωινό τσιγάρο» στον κύκλο ποιημάτων του με τίτλο «Εμπάργκο». Εκεί το διάβασε ο Νότης Μαυρουδής, ο οποίος πρώτα το μελοποίησε και μετά ζήτησε την άδεια του Αλκαίου να το συμπεριλάβει στον δίσκο «Στην όχθη της καρδιάς μου», όπου είχε συμπεριλάβει ακόμη ποιήματα του Ελύτη και της Πολυδούρη.
Ο Αλκαίος ευγενικά αρνήθηκε, εξηγώντας ότι το είχε στο μυαλό του να το μελοποιήσει ο Λοΐζος. Γνωρίζοντας την στενή σχέση που είχε αναπτύξει με τον Αλκαίο, ο Μαυρουδής ζήτησε από τον Μικρούτσικο να μεσολαβήσει. Έτσι έγινε. Ευτυχώς…

ΥΓ: Η πρώτη εκτέλεση είναι χορωδιακή, από το δίσκο «Στην όχθη της καρδιάς μου» το 1984.  Ακούγονται ο Κώστας Θωμαΐδης, ο Γιώργος Μεράντζας, ο Ανδρέας Μικρούτσικος, ο Σάκης Μπουλάς, ο Θανάσης Νικόπουλος και ο Γιάννης Σαμσιάρης




Nina Simone: Feeling good


 Απαλή τζαζ σε χαμηλή ένταση. Ενας αμυδρός ψίθυρος που αναβλύζει απο τις σκοτεινές γωνιές του δωματίου.

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

I put a spell on Nina Simone


 Εμβληματική εκπρόσωπος της τζαζ μουσικής αν και η ίδια ποτέ δεν αποδέχτηκε αυτή την ταύτιση και τυποποίηση. Όπως πολλoί άλλοι Μαύροι τραγουδιστές, επηρεάστηκε όταν ήταν παιδί από την Μάριαν Άντερσον και άρχισε να τραγουδάει στην τοπική της εκκλησία, φανερώνοντας παράλληλα πλούσιο ταλέντο και ως πιανίστρια. Στην πρώτη της δημόσια εμφάνιση στο πιάνο, σε ηλικία δέκα ετών, οι γονείς της, οι οποίοι είχαν πιάσει θέσεις στην πρώτη σειρά, υποχρεώθηκαν με τη βία να μετακινηθούν, για να καθίσουν Λευκοί. Το περιστατικό εκείνης της περιόδου, συνέβαλε στη μετέπειτα ανάμειξη της στο κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα.

Η Σιμόν ήταν πολυδιάστατη ως καλλιτέχνης και αυτό ήταν έκδηλο στο σύνολο της μουσικής της, που συχνά είχε την απλότητα της παραδοσιακής μουσικής. Σε μία και μόνη συναυλία, μπορούσε με ευκολία να περνάει από γκόσπελ ήχους σε μπλουζ και τζαζ, και από κομμάτια όπως το "For All We Know", σε κομμάτια εμποτισμένα με κλασσικές ευρωπαϊκές επιρροές. Στα τραγούδια για τα οποία είναι διάσημη περιλαμβάνονται το "I Put A Spell On You".

Η αιώνια λιακάδα του Μπιλ Γουίδερς


 Το Ain't No Sunshine είναι τραγούδι του Μπιλ Γουίδερς από το άλμπουμ Just as I Am (1971). Ο Γουίδερς το εμπνεύστηκε από την ταινία "Days of Wine and Roses" του Blake Edwards, στην οποία περιγράφεται το δράμα ενός ζευγαριού που παρασύρεται σιγά σιγά στον αλκοολισμό, δοσμένο με αρκετό μελοδραματισμό αλλά θαυμάσιες ερμηνείες. Οι κύριοι χαρακτήρες της ταινίας ήταν η Λι Ρέμικ και ο Τζακ Λέμμον και όπως εξήγησε ο Γουίδερς "είναι και οι δύο αλκοολικοί και είναι ταυτόχρονα αδύνατοι και δυνατοί".

Το "Ain't No Sunshine" έλαβε τη 280η θέση στον κατάλογο του Rolling Stone, 500 Greatest Songs of All Time και κέρδισε Grammy για το καλύτερο R&B Song το 1972. Έχει κάνει 144 επανεκτελέσεις και έχει ακουστεί σε πέντε διαφορετικές ταινίες (η πιο γνωστή το μια βραδιά στο Nottingh Hill), αλλά σε τέσσερις τηλεοπτικές σειρές -ανάμεσά τους ακόμα και σειρά κινουμένων σχεδίων.

Κακόηθες μελάνωμα


 Tο "Κακόηθες Μελάνωμα" του Άλκη Αλκαίου, σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου, είναι γραμμένο για το Νίκο Πουλαντζά, μαρξιστή διανοούμενο και φιλόσοφο, που αυτοκτόνησε στο Παρίσι το 1979.

Το τραγούδι περιγράφει εμφανέστατα όλη την κατάσταση με την οποία ερχόταν αντιμέτωπος ο Πουλαντζάς από τους ομοεθνείς του ("τη σκοτεινή σου μελετάμε πείνα / καχύποπτοι, ανύποπτοι και ύποπτοι", "οι φίλοι σ' επισκέπτονται με δόσεις / παράφοροι, ανυπόφοροι κι αδιάφοροι", "μέχρι ν' αρχίσεις, μέχρι να τελειώσεις / το προσωπό τους αποστρέψαν άφωνοι / οι φίλοι και γελούν στις συγκεντρώσεις / μεγάφωνοι, μικρόφωνοι, παράφωνοι") στις διαλέξεις του στην Ελλάδα, ειδικά όταν εξέφραζε "μεγαλοστομίες" - για την εποχή της Mεταπολίτευσης - ότι "με το ρυθμό και τον τρόπο που οργανώνεται η Παιδεία στην Ελλάδα, ο κόσμος κάποια στιγμή θα στραφεί στην ιδιωτική εκπαίδευση" (προφητικά λόγια εκ των υστέρων). 20 χρόνια μετα θάνατον, "αναγνωρίστηκε" βέβαια...

“Τον Νίκο Πουλαντζά δεν τον γνώρισα, έφυγε πολύ νωρίς...", λέει ο ίδιος ο Μικρούτσικος.
"Όμως, είχα διαβάσει τα βιβλία του και τον θαύμαζα. Θεωρούσα και θεωρώ τον Νίκο Πουλαντζά ως ένα μεγάλο διανοητή της Αριστεράς, κυρίως σε θέματα που επεξεργάστηκε σε σχέση με το κράτος. Εκείνη την περίοδο ήμουν ιδιαίτερα στεναχωρημένος από τον θάνατο του Πουλαντζά, με είχε σοκάρει. Εξοργίστηκα όταν διάβασα στον Ριζοσπάστη δύο φράσεις μόνο, σε μια μέσα σελίδα, λίγο πάνω λίγο κάτω από την είδηση ότι είχε ακριβύνει το ζαμπόν και το κεφαλοτύρι, ότι «χθες αυτοκτόνησε στο Παρίσι ο Νίκος Πουλαντζάς» ή κάτι τέτοιο. Αυτή ήταν, σε μόλις δύο γραμμές, η αναγγελία του θανάτου ενός μεγάλου διανοητή, ενός από τους μεγαλύτερους διανοητές του μαρξισμού στον κόσμο. Αμέσως, ως μέλος του ΚΚΕ, έκρινα σκόπιμο και του αφιέρωσα το «Κακόηθες Μελάνωμα».

Λου Ριντ, ο καταραμένος ποιητής της ροκ


 Εμβληματική φυσιογνωμία της ροκ και σημείο αναφοράς αυτού του μουσικού ρεύματος για περισσότερο από μισόν αιώνα, ο Λου Ριντ αποτελεί μια προσωπικότητα που άσκησε επιρροή στην ιστορία της ροκ.

Μαζί με τον Τζον Κέιλ, τον Στέρλινγκ Μόρισον και την Μορίν Τάκερ δημιούργησαν το συγκρότημα Velvet Underground. Εκείνη την περίοδο γράφτηκαν τα τραγούδια "Heroin" και "I'm Waiting for my Man", τραγούδια που μοιάζουν να σκιαγραφούν τα έργα του Μπάροουζ.
Το 1970 ο Ριντ αποχώρησε από το συγκρότημα και ακολούθησε σόλο καριέρα, ενώ ταυτόχρονα μετακόμισε στο Λονδίνο. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ντέιβιντ Μπάουι, ο οποίος μαζί με τον Μικ Ρόνσον ανέλαβε την παραγωγή στο πρώτο προσωπικό του άλμπουμ, με τίτλο Transformer το 1972. Αυτός δίσκος περιλαμβάνει το γνωστότερο ίσως τραγούδι του Ριντ, το "Walk on the Wild Side", το οποίο περιγράφει τους κοινωνικά απροσάρμοστους (misfits), τους εκπορνευόμενους άντρες (male hustlers) και τους τραβεστί στο Factory του Αντι Γιούρχολ. Περιλαμβάνει επίσης τα τραγούδια "Perfect Day", "Vicious" και "Satellite of Love".
Και μόνο για το τραγούδι Walk on the wild side ο Λου ριντ θα ανηκει για πάντα στην παρέα των καταραμένων ποιητών της ροκ

Η κυρία Ρούσβελτ που έγινε "Mr's Robinson"


 Η σκηνή της αποπλάνησης του 20χρονου Μπέντζαμιν από την 40άρα κυρία Ρόμπινσον είναι αξέχαστη. Τόσο για τη σαγηνευτική παρουσία της Αν Μπάνκροφτ, όσο και το τεράστιο ταλέντο του Ντάστιν Χόφμαν, που παίζει τον πιο αμήχανο νέο στην ιστορία του κινηματογράφου. Το ειδύλλιο του πρωτάρη και της βαριεστημένης από τη ζωή της κυρίας Ρόμπινσον δεν έχει ευτυχή κατάληξη, αφού ο Μπεν ερωτεύεται τελικά την σχεδόν συνομήλική του κόρη της, Ιλέιν (Κάθριν Ρος), την οποία παρά τα εμπόδια που τους βάζει η μητέρα της καταφέρνει τελευταία στιγμή να κλέψει από την εκκλησία σε μία ακόμα εξαιρετική σκηνή.

Η ταινία "Ο πρωτάρης" του Μάικ Νίκολς αποτελεί τομή στην αισθητική και την κουλτούρα του αμερικανικού κινηματογράφου και προκαλεί πραγματικά εντύπωση το γεγονός, ότι αυτή η σπουδαία ταινία είναι και η μοναδική μέχρι σήμερα που έχει κερδίσει ΟΣΚΑΡ Σκηνοθεσίας, αλλά κανενα άλλο βραβείο της Ακαδημίας! Θεωρήθηκε τότε ως η «μεγαλύτερη επιτυχία στην ιστορία του κινηματογράφου» και είναι χαρακτηριστικό πως όταν καταλήφθηκε το πανεπιστήμιο Κολούμπια από φοιτητές, το 1968 οι καταληψίες έβγαιναν με βάρδιες για να παρακολουθήσουν τον «Πρωτάρη» στο σινεμά....



Βέβαια ιστορικό θεωρείται και το soundtrack της ταινίας που υπέγραψαν οι Σάιμον και Γκαρφάνκελ που περιλάμβανε κομμάτια όπως το Sound of Silence. Αν και η συμφωνία του συγκροτήματος με τους παραγωγούς ήταν να γράψουν τρία νέα τραγούδια για την ταινία οι συνεχείς περιοδείες τους δυσκόλευαν και μέχρι το τέλος της είχαν καταφέρει να γράψουν μόνο ένα.
Τότε ο Πολ Σάιμον έπαιξε στον παραγωγό Λόρενς Τέρμαν λίγες νότες από ένα τραγούδι που έγραφε εκείνη την περίοδο για την κα Ρούσβελτ. Όταν το άκουσε ο Τέρμαν είπε απλά: «Δεν είναι πια για την κυρία Ρούσβελτ είναι για την κυρία Ρόμπινσον» και κάπως έτσι γεννήθηκε το τραγούδι το οποίο έφτασε στην κορυφή των αμερικανικών τσαρτ.

Φοβάμαι, ότι δεν γίνονται σήμερα δίσκοι όπως το "Φοβάμαι"


 Δεν γίνονται σημερα δίσκοι οπως το «φοβάμαι». Αυτος ήταν ο πρώτος πολυσυλλεκτικός δίσκος του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη μετέπειτα πορεία του. Όλα τα τραγούδια ήταν επιλεγμένα από τον ίδιο και καθένα χωριστά είναι από μόνο του ιδιαίτερο.

Το «Πρώτη Μαΐου» είναι γραμμένο από τον Λοΐζο για τον Μάη του ΄68.
Το «Θα φύγεις Μοναχή» είναι ένα απεγνωσμένο ερωτικό τραγούδι -σε στίχους του Παύλου Μάτεσι, ε;
Το «Τσιφτετέλι Αυτόνομων» και ο «Τρελός» με τη μουσική του Ζουγανέλη συνδυάζουν το παραδοσιακό και το σύγχρονο συνάμα.
Το «Χαράματα Ομόνοια» αναδεικνύει την τρυφερότητα του Λοΐζου...
Και η «Στέλλα» με τους στίχους του Γιώργου Οικονομέα (ναι, ναι, του γνωστού Γιώργου Οικονομέα) είναι τραγούδι που ακουγεται και σήμερα.

"Hit the road", Charles

 Το περιοδικό Rolling Stone κατέταξε τον Ρέι Τσάρλς δεύτερο στη λίστα με τους 100 καλύτερους τραγουδιστές όλων των εποχών. Υπερβολή; ίσως; Αλλά ποιος ξέρει καλύτερα απο το περιοδικό -βίβλο της μουσικής;


Γεννήθηκε στο Ώλμπανυ της Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών, από μια πολύ φτωχή οικογένεια, στις 23 Σεπτεμβρίου του 1930 και μεγάλωσε στο Γκρίνβιλ της Καλιφόρνια. Παρουσίασε προβλήματα όρασης από τα δύο του χρόνια και έμεινε από την ηλικία των έξι ετών τυφλός, λόγω γλαυκώματος.

Ξεκινησε να ασχολείται επαγγελματικά με τη μουσική, το 1950, παίζοντας πιάνο και σαξόφωνο, συνδυάζοντας πολλά μουσικά είδη. Η πρώτη του επιτυχία ήλθε ένα χρόνο μετά, με το κομμάτι "Baby, Let Me Hold Your Hand". Ακολούθησαν αργότερα κι άλλες επιτυχίες, όπως το "'A Song for You'", το "Busted", το "I Can't Stop Loving You" και φυσικά το "Hit the Road Jack".

O Ρέι Τσαρλς έχει το δικό του αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας του Χόλιγουντ, ενώ το 2004 η ζωή του έγινε κινηματογραφική ταινία με πρωταγωνιστή τον Τζέιμι Φοξ. Το προσωπικό μουσικό του στυλ επηρέασε τους Έρικ Μπάρτον, Τζο Κόκερ, Βαν Μόρισον, Ότις Ρέντινγκ και Στίβι Γουόντερ.

Ο Τσαρλς είχε πολλά προβλήματα στη ζωή του, κυρίως με τα ναρκωτικά και τις γυναίκες. To 1986, ίδρυσε το Ray Charles, ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα, το οποίο παρέχει βοήθεια και υποστήριξη σε άτομα με προβλήματα ακοής. Πέθανε στις 10 Ιουνίου του 2004, από ασθένεια του ήπατος, δύο μήνες πριν την κυκλοφορία του τελευταίου του άλμπουμ.

Ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του Ρέι Τσάρλς είναι το Hit the road Jack. Το Τραγούδι γράφτηκε αρχικά από τον Πέρσι Μέιφιλντ και η πρώτη εκτελεση ήταν α καπέλα. Το τραγούδι κέρδισε ένα βραβείο Γκράμι και συγκαταλέγεται στο νουμερο 387 της λίστα των 500 κορυφαίων τραγουδιών του αιώνα από το Rolling Stone. Έχει γνωρίσει δεκάδες διασκευές ενώ θεωρείται ως ένα από τα τραγούδια που έχουν ακουστεί περισσότερο σε κάποια ταινία ή τηλεοπτική σειρά.

Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι και τον Λουκιανό στο πικάπ


 Στον δίσκο "είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ", τα «θερινά σινεμά» ξεχώρισαν αμέσως κι έγιναν το τραγούδι που συνδέθηκε όσο κανένα με τον δημιουργό, ένα αληθινό ντοκουμέντο της νεότερης ελληνικής μουσικής τραγουδοποιίας.

Το τραγούδι αυτό ακούστηκε για πρώτη φορά από την Βίκυ Μοσχολιού. Ο ίδιος ο Λουκιανός είχε πει ότι -αντιλαμβανόμενος την δύναμη που είχαν οι στίχοι του- ήθελε να εκφραστεί από έναν τραγουδιστή που να έχει μεγαλύτερο ειδικό βάρος από το δικό του. Αρχική του πρόθεση ήταν να το δώσει στον Μπιθικώτση, αλλά επειδή είχε συμβόλαιο με άλλη δισκογραφική το πήρε η Μοσχολιού που το είπε στην πρώτη του εκτέλεση, πριν το απογειώσει ο ίδιος ο "Λούκι" στην "Χαμηλή Πτήση".
Μιλώντας για το τραγούδι και το πώς το εμπνεύστηκε ο Κηλαηδόνης σημείωνε: «Ήταν ένα βίωμα που είχα τέλη του '40, αρχές του '50, στο παλιό Αττικόν της Κυψέλης, βλέποντας, παιδί τότε, τον Κόκκινο Κουρσάρο. Αυτή την αίσθηση έβαλα μέσα στο τραγούδι. Δεν είναι η νοσταλγία των χρόνων που περνούν, δεν είναι τα θερινά τα σινεμά. Είναι ότι φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια. Και κάνω μια αποτίμηση ζωής, είναι ένα πικρό τραγούδι που λέει ότι απ' όσα γνωρίσαμε, φίλους, συγγενείς, μένουν κάποια. Το σημαντικό όμως είναι πως τα ξένοιαστα χρόνια, είναι χρόνια που πέρασαν.
Για την ιστορία, ο σπουδαίος Μπιθικώτσης ηχογράφησε πέντε τραγούδια του Λουκιανού Κηλαηδόνη σε στίχους Νίκου Γκάτσου, για τον δεύτερο δίσκο του Λουκιανού, την "Κόκκινη κλωστή".

YΓ. Προσωπικά το λατρεύω για έναν παραπάνω λόγο. Ήταν για χρόνια το μουσικό σήμα στην εκπομπή του Φρέντι Γερμανού, "Εκπομπές που αγάπησα", όπου ο σπουδαίος δημοσιογράφος έκανε αναδρομές στις καλύτερες τηλεοπτικές του στιγμές.

Το πρώτο τραγούδι του Μάνου Ελευθερίου: "Το Σπίτι Γέμισε Με Λύπη"


 Με μια σειρά θαυμάσιων λαϊκών τραγουδιών που τα πρωτοπαρουσίασε μαζί με τον Μάνο Λοΐζο σε λαϊκή συναυλία του Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής στο θέατρο Ακροπόλ, έκανε την πρώτη δισκογραφική του εμφάνιση το 1963 ο Χρήστος Λεοντής.

Ένα από τα πρώτα αυτά τραγούδια ήταν και "Το σπίτι γέμισε με λύπη", το οποίο είναι επίσης και το πρώτο που έγραψε ο Μάνος Ελευθερίου (με ερμηνεύτρια την Έφη Παναγιώτου). Το τραγούδι γνώρισε και μερικές πολύ όμορφες επανεκτελέσεις, πρώτα από τον Κώστα Χατζή (1965 & 1967) κι αργότερα από τη Δήμητρα Γαλάνη (1975).

Μάλιστα, σε εκείνον τον δίσκο της Γαλάνη ("Λεπτομέρειες") ο τίτλος του τραγουδιού άλλαξε κι έγινε "Ρημαγμένοι κήποι" χάρη στον Λουκιανό Κηλαηδόνη. Διασώζεται και μια ραδιοφωνική εκτέλεση του 1965 με τον Λάκη Παππά.

Bob Marley: "No woman, no cry"

 Με επίκεντρο τη Τζαμάικα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 αναπτύχθηκε ένα νέο μουσικό είδος, η ρέγκε. Σε σύντομο χρονικό διάστημα εξελίχθηκε σε κυρίαρχο είδος της τζαμαϊκανής μουσικής σκηνής, ενώ παράλληλα διαδόθηκε διεθνώς με αξιοσημείωτη απήχηση στη Βρετανία, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και στην Αφρική.

Οι ρίζες της ανιχνεύονται στο παραδοσιακό είδος που ονομάζεται μέντο και χρονολογείται στα τέλη του 19ου αιώνα. Το μέντο χαρακτηρίζεται ως μία κατά βάση λαϊκή και εορταστική μουσική, συνδεδεμένη με το χορό, που αναπτύχθηκε αρχικά στο περιβάλλον των αγροτικών πληθυσμών της Τζαμάικα. Ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος ήταν φυσικά ο Μπομπ Μάρλεϊ. Με τραγούδια όπως τα "I Shot the Sheriff", "No Woman, No Cry", "Three Little Birds", "Exodus", "Could You Be Loved", "Jamming", "Redemption Song" και "One Love", η μεταθανάτια συλλογή του Legend πούλησε τα περισσότερα αντίτυπα στην ιστορία της ρέγκε μουσικής —περισσότερα από 12 εκατομμύρια δίσκους.

Ο Μάρλεϊ ήταν θύμα ρατσισμού στην παιδική του ηλικία λόγω της μικτης καταγωγής του και ήρθε αντιμέτωπος με ερωτήσεις για την φυλετική του ταυτότητα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Τον Ιούλιο του 1977, διαγνώστηκε κακόηθες μελάνωμα στα πόδια του Μάρλεϊ. Αρνήθηκε τον ακρωτηριασμό, αναφέροντας ότι η επέμβαση θα επηρέαζε τον χορό του και σύμφωνα με την πίστη των Ρασταφαριανών πως το σώμα πρέπει να είναι «ολόκληρο». Ο καρκίνος εξαπλώθηκε με μεταστάσεις στον εγκέφαλο, τους πνεύμονες, το συκώτι και στο στομάχι του. Καθώς επέστρεφε από ένα ταξίδι στην Γερμανία στο σπίτι του στη Τζαμάικα για τις τελευταίες του μέρες, ο Μάρλεϊ χρειάστηκε να προσγειωθεί στο Μαϊάμι για άμεση ιατρική περίθαλψη.

Τα τελευταία του λόγια στον γιο του Ziggy ήταν «Money can't buy life» («Τα λεφτά δεν αγοράζουν τη ζωή»).
Η μουσική του Μπομπ Μάρλεϊ απέκτησε ολοένα και μεγαλύτερη δημοτικότητα μετά το θάνατό του. Παραμένει δημοφιλής και γνωστός ανά τον κόσμο, ιδιαιτέρως στην Αφρική. Ο Μάρλεϊ εντάχθηκε στο Rock and Roll Hall of Fame το 1994. Το περιοδικό Time επέλεξε το άλμπουμ Exodus ως το καλύτερο άλμπουμ του 20ου αιώνα.

Ο Ζαμπέτας "Επεμβαίνει" στο τραγούδι της Μοσχολιού



Την δεκαετία του 70 και του 80 τα πολιτικά φεστιβάλ των νεολαιών είναι στην ακμή τους. Η μεταδικατορική αύρα σαρώνει τα πάντα και η μουσική του Μίκη, του Μάνου (Λοίζου) και του Διονύση κυριαρχεί στις συναυλίες που διοργανώνουν η ΚΝΕ και το ΠΑΣΟΚ.

Κάπου εκεί, ανάμεσα στον "Δρόμο", την "Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν" και τον "Καραγκιόζη" βρίσκεται χώρος για έναν νεαρό συνθέτη κι έναν ανερχόμενο στιχουργό. Ο συνθέτης είναι ο Σταμάτης Κραουνάκης και ο στιχουργός ο Κώστας Τριπολίτης.

Ο Κραουνάκης μάς συστήνεται ουσιαστικά το 1981. Μέχρι τότε έχει κάνει δύο δισκογραφικές δουλειές, «Το όνειρο του Βασίλη» και «Το σπίτι του Αγαμέμνονα», που ήταν μουσική για θέατρο. Αντίθετα, ο Τριπολίτης, εκείνη ακριβώς τη χρονιά, κάνει την δική του δημιουργική έκρηξη με συμμετοχή σε έξι δίσκους, απο τους οποίους ξεχώρισε η συνεργασία με το Δήμο Μουτση στο "Φράγμα" (όπου η Σωτηρία Μπέλλου τραγουδά με αδιανόητο τρόπο το "Δε λες κουβέντα") και με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Γιώργο Νταλάρα στο "Ραντάρ", κάτω απο το οποίο ξέφυγαν για την αιωνιότητα η "Αγάπη" και το "Ξημερώνει".

Ο "Κραού" λοιπόν, τη χρονιά εκείνη κάνει με την ΛΥΡΑ τον πρώτο του προσωπικό δίσκο με την Βίκυ Μοσχολιού. Από τα τραγούδια του δίσκου ξεχωρίζει το "Επεμβαίνεις" (πιο γνωστό ως "είσαι σκέτο παρακράτος") με την απρόβλεπτη συμμετοχή του συνθέτη και σολίστα του μπουζουκιού Γιώργου Ζαμπέτα. Το τραγούδι άρεσε, ο δίσκος έκανε επιτυχία και σύστησε δυναμικά στον κόσμο τον Κραουνάκη. Από τον ίδιο δίσκο η Μοσχολιού ξεχώρισε και το "Πώς έφυγες" -έκλαψε, αποκάλυψε η ίδια, όταν το άκουσε πρώτη φορά – και γενικώς αγαπήθηκαν από το κοινό ανάμεσα σε εκείνα των πολιτικών, μεταπολιτευτικών τόνων. 

«Ne me quitte pas»: ένας ύμνος στην δειλία των ανδρών

 Ο Βέλγος ηθοποιός τραγουδιστής και μουσικός Ζακ Μπρελ παντρεύτηκε στα 21 του χρόνια κι έκανε το τρίτο του παιδί στα 29. Ενδιάμεσα, στα 25, ερωτεύτηκε την Σούζαν Γκαμπριέλο, έκανε κι ένα παιδί μαζί της, για να την εγκαταλείψει τελικά, αφού δεν ήθελε να χωρίσει την γυναίκα του. Και καθώς δεν ήθελε να αναγνωρίσει ούτε την πατρότητα του παιδιού, η Ζιζού (όπως την έλεγαν συνηθώς) έκανε έκτρωση.

Αν δεν είχαν συμβεί όλα αυτά, ο Ζακ Μπρελ δεν θα είχε γράψει ποτέ ένα από τα σπουδαιότερα γαλλικά τραγούδια, το «Ne me quitte pas» (μη με αφήνεις).

Παρά τα όσα φαντάζεται κανείς το «Ne me quitte pas» δεν είναι ένα τραγούδι αγάπης, αλλά ένας ύμνος στην δειλία των ανδρών που δεν παλεύουν για τον έρωτα της ζωής τους. Το υποστήριξε ο ίδιος ο Ζακ Μπρελ, που ήταν και ο πρώτος ερμηνευτής του τραγουδιού. 




Από τότε το «Ne me quitte pas» έχει ηχογραφηθεί σε 22 διαφορετικές γλώσσες και σε περισσότερες από 400 εκτελέσεις. Ανάμεσα στις πιο διάσημες είναι της Νίνα Σιμόν, του Σαρλ Αζναβούρ, του Ανταμό, του Χούλιο Ιγκλέσιας, του Τζόνι Χαλιντέι. Λιγότερη διάσημη αλλά πολύ καλή είναι και αυτή του Γιάννη Πάριου. Καμία ωστόσο δεν συγκρίνεται με εκεινη που του απόδωσε το «κορίτσι με τα μαύρα», το μικρό, αδύναμο «σπουργίτι», με την φωνή – λυγμό, που πλάστηκε θαρρείς με τη μελαγχολία, τη νοσταλγία και την πικρή χαρά –μια φιγούρα τραγική αλλά και τόσο τρυφερή. 


Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

"Η Φάμπρικα": Ο δωρικός λόγος του Γιώργου Σκούρτη

 Τα τραγούδια για τους μετανάστες έχουν συνδεθεί με τους αναστεναγμούς του Καζαντζίδη, πάνω στον πικρό λυγμό του Βίρβου. Αλλά εγώ προτιμώ τον δωρικό λόγο του Γιώργου Σκούρτη, όταν συνάντησε την καθαρή φωνή με την στεντόρεια άρθρωση του Λάκη Χαλκιά.

Ο σπουδαίος αυτός ερμηνευτής βρέθηκε το 1974, λίγες εβδομάδες πριν από την πτώση της Χούντας, με τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Ο τελευταίος είχε πάρει στα χέρια του τους στίχους του Σκούρτη, που μιλούσαν για την δύσκολη ζωή στην ξενιτιά. Ο δίσκος ονομάστηκε «Μετανάστες» και είναι σταθμός στην δισκογραφία μας. Εκτός από τον Λάκη Χαλκιά, στον ίδιο δίσκο συμμετείχε και η Βίκι Μοσχολιού.

Τα τραγούδια ήταν στην πραγματικότητα ιστορίες του συγγραφέα Σκούρτη. Αποτελούσαν μέρος ενός αφιερώματος στους Έλληνες μετανάστες και εξέφραζαν τον πόνο και την πίκρα των ανθρώπων που αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν από τον τόπο τους, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Αλλά περιέγραφαν και την αγωνία εκείνων που έμεναν πίσω, περιμένοντας το γυρισμό, όπως στο γράμμα της γιαγιάς στην μάνα στο συγκλονιστικό, μέσα στην λιτότητά του, «Μιλώ για τα παιδιά μου».

Στο τραγούδι του Μαρκόπουλου «Η φάμπρικα» ο Λάκης Χαλκιάς ερμηνεύει υποδειγματικά τους στίχους του Γιώργου Σκούρτη, περιγράφοντας παραστατικά τις εμπειρίες των γκασταρμπάιτερ, των Ελλήνων εργατών στις γερμανικές φάμπρικες. Είναι η σκληρή δουλειά για την επιβίωση, οι εργάτες-επιστάτες που επιβλέπουν άλλους εργάτες, η κουβέντα με το διπλανό που δεν επιτρέπεται γιατί δεν υπάρχει χρόνος (που είναι χρήμα) για χάσιμο. Ο ο άνθρωπος που αλλοτριώνεται και γίνεται μια μηχανή δίπλα σε μηχανές, ένας ανώνυμος αριθμός σε μια απρόσωπη, παραγωγική διαδικασία.

Η «Φάμπρικα» έχει περάσει στην γλώσσα μας ως «το εργοστάσιο». Αλλά η ρίζα της λέξης είναι το λατινικό faber, που είναι ο ξυλουργός και εν τέλει ο τεχνίτης. Τις φάμπρικες ύμνησε φυσικά ο Καζαντζίδης, αλλά ο πρώτος που τις έβαλε στο τραγούδι ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης στο περίφημο «Σφυρίζει η φάμπρικα», που για πολλούς είναι και ένας ύμνος της εργατικής τάξης (πιο γνωστό και ως «Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά», από το ρεφρέν του).

Στον Μαρκόπουλο ο Σκούρτης έδωσε και άλλα τραγούδια που εντάχθηκαν σε δίσκους του. ένα από τα πιο εμβληματικά είναι φυσικά το "Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί".
Στίχους του Γιώργου Σκούρτη μελοποίησαν και πολλοί άλλοι μεγάλοι συνθέτες, όπως οι Σταύρος Ξαρχάκος, Δήμος Μούτσης ("Ε, ρε κοροϊδία" με την Πρωτοψάλτη), Γιάννης Ζουγανέλης ("Εγώ δεν θέλω γιατρικά γιατί έχω φίλους" με την έξοχη Ελένη Δήμου), Γιάννης Σπυρόπουλος-Μπάχ, Χρήστος Νικολόπουλος, Γιώργος Κατσαρός, Μίμης Πλέσσας

*Στη μνήμη του Γιώργου Σκούρτη, που έφυγε στις 18 Νοέμβρη 2018 έχοντας ολοκληρώσει ένα σπουδαίο ταξίδι στην πεζογραφία και στο θέατρο, που κράτησε περισσότερο από σαράντα χρόνια...



Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Επίκαιρα "Μαθήματα Δικτατορίας" από τον Γιώργο Μαρίνο




 «Συγκέντρωσις είναι εφικτή
το μάξιμουμ ενός ατόμου κι έτσι αποφεύγεται η ειρκτή και η εξάρθρωσις του ώμου»*.

Ο Γιώργος Μαρίνος είναι ίσως το μεγαλύτερο πολύπλευρο ταλέντο που γεννήθηκε στην χώρα μας. Τραγουδιστής, ηθοποιός, χορευτής, σόουμαν, τηλεπαρουσιαστής, με ό,τι κι αν καταπιανόταν σε γέμιζε γέλια ή δάκρυα. Ανήκει στην κατηγορία εκείνων για τους οποίους είμαστε σίγουροι πως «αν είχε γεννηθεί στην Αμερική, θα είχε γίνει σταρ παγκόσμιου βεληνεκούς».
Παιδί χωρισμένων γονιών, γεννήθηκε το 1939 και μεγάλωσε με την μητέρα του, καθώς ο πατέρας του βρισκόταν μέχρι το 1951 στις εξορίες. Αν και προοριζόταν για μηχανικός, γράφτηκε στην Σχολή του Εθνικού θεάτρου και όντας δευτεροετής (αφού είχε κάνει ένα πέρασμα από την επιθεώρηση του Σακελλάριου «Ωπα-ωπα», όπου τραγούδησε δυο τραγούδια του Θεοδωράκη) βρέθηκε μαζί με μια πλειάδα σπουδαίων ηθοποιών στην «Οδό Ονείρων». Εκεί αναστάτωσε όλη την Αθήνα με την ερμηνεία του στο ομώνυμο αισθαντικό τραγούδι («Κάθε κήπος»). Μετά, ανέβηκε με ταχύτητα τα σκαλοπάτια της επιτυχίας παίζοντας στο θέατρο και τραγουδώντας στις μπουάτ, στην «Κατακόμβη» και στα «Ταβάνια».
Αλλά την δική του ιστορία την έγραψε στην «Μέδουσα». Εκεί έμεινε 18 χρόνια, μέχρι το 1992, απολαμβάνοντας την λατρεία ενός κοινού που γέμιζε κάθε μέρα την μπουάτ για να τον ακούσει. Αξιοποιώντας την δυναμική των κειμένων του Γιάννη Ξανθούλη και του Παύλου Μάτεσι δημιούργησε ένα πρωτοποριακό για την εποχή, δικό του στυλ, που συνδύαζε την πρόζα, τον χορό, την σάτιρα και το τραγούδι.
Οι ερμηνείες του είναι όλες μοναδικές, ανεπανάληπτες και αξεπέραστες. Εκτός από την «Οδό Ονείρων» προσωπικά μου άρεσε το «Φίλε μην φεύγεις», σε μουσική του Μίμη Πλέσσα και στίχους του Ανδρέα Αγγελάκη, το «Σε λίγο θα σβήσουν τα φώτα» (των Νίκου Δανίκα – Λευτέρη Παπαδόπουλου) και το ελαφρολαϊκό «Ήπια τα χείλη σου και χάνομαι» του Άκη Πάνου (στίχοι & μουσική) που αναδεικνύει και την πλούσια ερμηνευτική του γκάμα.
Το 1975 κυκλοφορεί ο δίσκος των Κακουλίδη (στίχοι) Κριμιζάκη (μουσική) «Η Αγωγή του Πολίτου». Σε μια Ελλάδα που δονούνταν από τις μουσικές του Θεοδωράκη σε στάδια και πλατείες, η κυκλοφορία αυτού του δίσκου ήταν η προσπάθεια της κοινωνίας να εκφραστεί κατά της Χούντας με έναν διαφορετικό τρόπο: να σατιρίσει αντί να φωνάξει, να γελάσει, αντί να συγκινηθεί.
Το διαχρονικό αυτό τραγούδι («Μαθήματα δικτατορίας άνευ διδασκάλου» διασώζεται από μία live εμφάνιση του Μαρίνου, το 1976 στην «Μέδουσα».
*Τι ένα, τι τέσσερα; Χρόνια Πολλά.

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

"Για το Καλό μου": Ο Μηλιώκας συναντά τον Ρινόκερο του Ιονέσκο

 Το 1985 ο Μηλιώκας ήταν στο στούντιο για να ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο (το «Εδώ Θεσσαλονίκη» απ’ όπου ξεχώρισε το «Αμπεμπαμπλόμ» και το «Ποιμενικό Ροκ»). Εκεί, πάνω σε ένα πακέτο τσιγάρα, έγραψε την μεγαλύτερη επιτυχία του.

Το «Για το καλό μου» είναι ένα τραγούδι που περιγράφει τα βήματα που μας μετατρέπουν σε «Ρινόκερο». Για την προετοιμασία της πειθαρχημένης ζωής, αλλά και την εκούσια ή ακούσια κατάληξη η οποία επιβάλλεται στον απειθάρχητο.
Το τραγούδι είναι διαχρονικό και επίκαιρο. Σήμερα, μετά την ανακοίνωση της απαγόρευσης της πορείας …για το καλό μας, νομίζω πως είναι και το πιο ταιριαστό

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Όταν ο Μίκης και ο Βασίλης, "Ήτανε νέοι, ήταν παιδιά"


 Ένα ανοιξιάτικο βράδυ του 1974 το κουδούνι στο σπίτι του Μίκη Θεοδωράκη στο Παρίσι χτυπάει. Ανοίγει ο ίδιος και βλέπει ένα νεαρό παιδί να στέκεται στην πόρτα. «Καλησπέρα σας. Είμαι ένας Έλληνας τραγουδιστής. Ζω στο Μόναχο και ήρθα στο Παρίσι για να με ακούσετε».

Ο Μίκης Θεοδωράκης, χαμογελαστός, τον πέρασε μέσα και τον οδήγησε κατευθείαν στο πιάνο:
- «Τί ξέρεις»;
- «Όλα τα τραγούδια σας», απάντησε με το θράσος των 20 χρόνων ο νεαρός.
Ο Μίκης τον έριξε στα βαθιά νερά του «Άξιον Εστί». Ξεκίνησαν με το «Ένα το Χελιδόνι» και μετά πέρασαν στο «Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ». Ο νεαρός πέρασε τις εξετάσεις και ο Μίκης ενάμιση μήνα μετά τον πήρε μαζί του για μια συναυλία στην Αμερική.
Έτσι γνωρίστηκαν ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
Το πόσο τον εκτιμούσε ο σπουδαίος συνθέτης φάνηκε δυο χρόνια αργότερα, στην ελεύθερη Ελλάδα πια, όταν θα εμπιστευθεί στον Παπακωνσταντίνου τα τραγούδια «Της εξορίας». Μάλιστα για το εξώφυλλο του δίσκου, ο Μίκης φωτογραφήθηκε δίπλα στον Βασίλη. Ο συγκεκριμένος κύκλος τραγουδιών ήταν πολύ ιδιαίτερος για τον Θεοδωράκη, καθώς ήταν τραγούδια που είχε γράψει σε διαφορετικούς καιρούς, τα περισσότερα στις διάφορες εξορίες του. Βασίζονταν σε ποιήματα του Αναγνωστάκη, του Λαμψίδη, του Νεγρεπόντη, του Λειβαδίτη και του ίδιου του Μίκη. Ήταν δώδεκα τραγούδια που νομίζω είναι σαν να γράφτηκαν για την φωνή του Παπακωνσταντίνου.
(Οι νέοι, λοιπόν. Οι ...υπαίτιοι για τα όσα τραβάμε σήμερα. Αυτοί που δεν ξέρουνε «πατέρα, μάνα, σπίτι» κι «έναν δεν δίνουν για το σήμερα παρά». Αυτοί που δεν κρατούν μεζούρα και διαβήτη για να μετρούν τις αποστάσεις μεταξύ τους. Αλλά είναι, πάντα ήταν και πάντα θα είναι, από καλή σοδεία).

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Το συναπάντημα Ρίτσου και Λεοντή πάνω απο ένα "Καπνισμένο Τσουκάλι"


 Ο Γιάννης Ρίτσος και ο Χρήστος Λεοντής γνωρίστηκαν τον Μάρτιο του 1963. Εκείνες τις ημέρες ο Λεοντής ετοιμαζόταν να δώσει την πρώτη του συναυλία στο «Ακροπόλ» και ο Ρίτσος είχε πάει να τον ακούσει μαζί με τον Βρεττάκο. Η γνωριμία αυτή έγινε αφορμή για μια πιο έντονη πνευματική φιλία από τη μεριά του Λεοντή, ο οποίος άρχισε να διαβάζει συστηματικότερα την ποίηση του Ρίτσου.

Τις μέρες που γινόντουσαν τα γεγονότα της Νομικής, προάγγελος του Πολυτεχνείου, το 73, ο Λεοντής δούλευε πάνω στο «Καπνισμένο Τσουκάλι». Είχε μάλιστα ολοκληρώσει 3 τραγούδια.
Την επομένη το βράδυ με τα γεγονότα να έχουν κορυφωθεί, ο Λεοντής κατέβηκε στο κέντρο της Αθήνας. Κάτω από το κυνηγητό της Αστυνομίας χώθηκε σε μια μπουάτ, στον Θόλο, που τραγουδούσε ο Γιώργος Ζωγράφος. Μέσα βρίσκονταν δεκάδες νέα παιδιά, τα περισσότερα με σπασμένα κεφάλια. Ο Ζωγράφος του ζήτησε αν θέλει να παίξει κάτι δικό του. Και ο Λεοντής, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, άρχισε να παίζει από μνήμης αυτά τα τρία τραγούδια, που είχε γράψει την προηγούμενη μέρα.
Όταν τελείωσε συνειδητοποίησε πως δεν μιλούσε κανείς, ούτε χειροκρότησε. Παρά μόνο έκλαιγαν όλοι.
Αυτή ήταν η πρώτη εκτέλεση ενός από τους σπουδαιότερους δίσκους που έγιναν ποτέ και μιας ποιητικής συλλογής που παραμένει διαχρονική, γιατί διαχρονικές είναι οι έννοιες της ελευθερίας, της ανθρωπιάς, της δικαιοσύνης, της αξιοπρέπειας που χαρακτήριζαν τον Ρίτσο.
Αν μελετήσει και εμβαθύνει κανείς στην ποίηση του Ρίτσου, μπορεί να καταλάβει την φράση του «η ποίηση είναι η μνήμη του μέλλοντος». Θα διαπιστώσει ότι ο ποιητής κράτησε ζωντανά στην ιστορική μνήμη τα οράματα, τους αγώνες και τα πάθη των Ελλήνων στον 20ό αιώνα. Και, μάλιστα, διηγώντας τα μέσα από το προσωπικό του βίωμα.
Από τα σπουδαία ποιήματα αυτού του δίσκου διάλεξα το «Τούτες τις μέρες», που ο άνεμος μας κυνηγάει και κάθε βλέμμα, κάθε καρδιά και κάθε ελπίδα τα σφίγγουν συρματοπλέγματα.

η Τετραλογία, μια Αττικιουζέλ κι ένα Μουγκ για τον Μούτση

  Το 1975, σε μια εποχή που η Ελλάδα βγαίνει από την επτάχρονη τυραννία και δονείται από τις επαναστατικές μουσικές του Θεοδωράκη στα πικάπ ...