Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

Ο Μίκης ανεβαίνει στα Ιμαλάια


Ναι, ο Μίκης έχει πάψει απο καιρό να είναι Εκείνος που αγάπησαν γενιές ολόκληρες Ελλήνων. Έχει πάψει να είναι ο Αρχηγός των Λαμπράκηδων, που κατέβαινε στους δρόμους χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι για να πάρει το κορμί του Πέτρουλα, "περιτριγυρισμένος από νέους και νέες, με λαμπερά μάτια", όπως λέει ο Τσίρκας στην "Χαμένη Άνοιξη".
Ναι, ο Μίκης έχει πάψει από καιρό να είναι "Ο Μίκης"!

Αλλά οι μουσικές του είναι οι ίδιες. Κάθε φορά που τις ακούμε νιώθουμε την ίδια συγκίνηση. Την ίδια ανατριχίλα. Το ίδιο κάψιμο στα μάτια και στην καρδιά. Κι αυτό είναι το χάρισμα της τέχνης, γι αυτό η τέχνη είναι αθάνατη. Όλα γλιστρούν πάνω της, ακόμα κι ο ίδιος ο δημιουργός της. Δεν την αγγίζει τίποτα. Γι αυτό και ο μουσικός Μίκης θα είναι αθάνατος, ακόμα κι αν τώρα πια είναι "ο Θεοδωράκης".

Γιατί οι μουσικές του είναι πανανθρώπινες και παγκόσμιες. Γιατί μπορείς να τις ακούς με βιολί και μπουζούκι, με πιάνο και με κλαρίνο. Στην Κυψέλη ή στα Χανιά, στην Κόρινθο ή στη Νέα Υόρκη. Σε καπηλειά και σε σάλες, σε γήπεδα και σε music hall. Με ορχήστρες ή μια ταπεινή κιθάρα. Στον κάμπο ή στην κορυφή των Ιμαλαΐων.
Είτε τον "αηδονάει" ο Μπιθικώτσης και η Φαραντούρη, είτε η Πιάφ, οι Beatles, η Σίρλει Μπέιζι και η Τζόαν Μπαέζ

Ο Μίκης είναι η Μικρασιατική Καταστροφή και ο Πόλεμος και η Κατοχή και η Αντίσταση και ο Εμφύλιος και τα Ιουλιανά και η Χούντα και η Κύπρος και η Μεταπολίτευση. Ο Μίκης είναι ο αιώνας μας.

Γι αυτό -προσωπικά- του τα συγχωρώ όλα. Γιατί μάς έχει δώσει πολλά περισσότερα, από αυτά που μας παίρνει τελευταία.

(Οι ΑΝΝΑ RF (Roy, Ofir και Or) κατάγονται από το Ισραήλ από ένα μικρό χωριό, το Shaharut, στο νότιο Ισραήλ.και παρουσιάζουν ένα μείγμα μεταξύ Δυτικής και Ανατολίτικης μουσικής, συνδέοντας αρχαία και μοντέρνα μουσικά όργανα, συνδυάζοντάς τα με ηλεκτρονικό ήχο! Όπως οι ίδιοι αναφέρουν «το παρελθόν, συναντά το παρόν σε έναν ήχο του μέλλοντος».

Έχουν αφιερώσει τη ζωή τους να ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο, δημιουργώντας τη μουσική τους σε συνδυασμό με τις τοπικές παραδόσεις και πολιτισμούς σε συνεργασία με τοπικούς μουσικούς, χορευτές και καλλιτέχνες. Στην Ελλάδα έγιναν γνωστοί με την υπέροχη, ανατριχιαστική αυτή εκδοχή των "Δακρυσμένων Ματιών", πάνω στην κορφή των Ιμαλαΐων...). 

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020

Oye Como Va. Ο Τίτο Πουέντε μας καλεί να χορέψουμε


 Θρυλικός πορτορικανός μουσικός, γεννημένος από γονείς μετανάστες στην ισπανόφωνη φτωχογειτονιά του Χάρλεμ της Νέας Υόρκης στις 20 Απριλίου 1923, ο Ernesto Anthonio Puente, Jr, ο γνωστότερος ως Τίτο Πουέντε σημάδεψε όσο λίγοι την λατιν τζαζ μουσική, το μάμπο και την σάλσα. Από πολύ μικρός με περιστασιακούς δασκάλους μάθαινε όργανα και στα δεκατρία του έπαιζε ήδη στο γκρουπ του Ραμόν Ολιβέιρο. Τον γοήτευαν πάντα οι μουσικοί που είχαν παιδεία και όταν άκουσε τον κουβανό Ανσέλμο Σακάσσας να παίζει πήρε την οριστική απόφαση να σπουδάσει κι αυτός μουσική.

Τον ενδιέφερε όμως και ο χορός, όπου και εκεί έκανε πρακτικά και θεωρητικά μαθήματα. Σε όλη τη ζωή του υποστήριξε την αμεση σχέση της κίνησης και της μουσικής ενώ δήλωνε συχνά σε συνεντεύξεις ότι χωρίς το χορό η δική του παρουσία στο μουσικό στερέωμα δεν θα είχε λόγο ύπαρξης.Η δεξιοτεχνία και η αυθεντικότητα του Πουέντε προκαλούν παγκόσμιο ενθουσιασμό ενώ οι σπουδαιότεροι μουσικοί της δεκαετίας του 50 παίζουν μαζί του. Το μάμπο και το τσα-τσα είναι οι ρυθμοί που συγκεντρώνουν πλήθη να τον ακούσουν στη Νέα Υόρκη στο Palladium Ballroom όπου έπαιζε για αρκετά χρόνια.
Το 1956 στρέφεται συστηματικά στη τζαζ, επιχειρεί το πάντρεμα της με μουσικά χαρακτηριστικά της λατινοαμερικάνικης μουσικής και συνεργάζεται σε δίσκους και συναυλίες με ονόματα όπως οι Dexter Gordon, Lionel Hampton, Dizzy Gillepsie. Λίγο αργότερα και ο Miles Davis γίνεται συνεργάτης του. Κατά την δεκαετία του 60 γίνεται παγκόσμια γνωστός με την σύνθεση Oye como va που χρόνια μετά διασκεύασε ο Κάρλος Σαντάνα. Το 1958 είχε επισκεφτεί την Αθήνα για μια συναυλία στον Ορφέα. Τον Ιούλιο του 1997 οι αθηναίοι φιλόμουσοι τον χειροκρότησαν στο θέατρο του Λυκαβηττού. Το 1999 τον θαύμασαν και οι Θεσσαλονικείς.


Παρέμεινε στη πρώτη γραμμή της μουσικής ζωής και της βιομηχανίας της μέχρι την τελευταία στιγμή. Στη διάρκεια της ζωής του ηχογράφησε 120 δίσκους, συνέθεσε 450 - 470 τραγούδια και ενορχήστρωσε περισσότερα από 2.000 μουσικά κομμάτια άλλων συνθετών. Πραγματοποίησε πάνω από 10.000 ζωντανές εμφανίσεις σε κύκλο επαγγελματικής ζωής πενήντα περίπου ετών! Στις 31 Μαίου του 2000, στα 77 του χρόνια ο Τίτο Πουέντε πεθαίνει στη Νέα Υόρκη από καρδιακό επεισόδιο.

"Oye com ova". "Άκου πως πηγαίνει". Και χορέψτε ελεύθερα. Είναι Παρασκευή

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Love Is a Losing Game; Όχι απαραίτητα, όχι πάντα!


 Ας φυσήξουμε την κάπνα από πάνω μας κι ας πάρουμε μια ανάσα από την μαυρίλα των τελευταίων 24ώρων.

Ήταν το τελευταίο φαινόμενο της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας και το πρώτο του 21ου αιώνα. Ξανάκανε μόδα την βρετανική μουσική, με τρόπο που το είχαν καταφέρει μόνο οι Beatles. Επηρέασε όσο ελάχιστοι την καλλιτεχνική έκφραση μιας νέας γενιάς τραγουδιστριών, όπως η Duffy και η Adele.

Κανείς δεν μπορεί να μαντέψει που θα είχε φτάσει το κορίτσι με την βραχνή φωνή, αυτό το υπέροχο και ταλαντούχο πλάσμα, που μάς βομβάρδισε με χιλιάδες «πυρηνικές» βόμβες συναισθημάτων και πρόλαβε μέσα σε λίγα χρόνια να κατακτήσει τον κόσμο όλο, αν δεν είχε αποφασίσει να επιστρέψει «πίσω στο μαύρο», σαν σήμερα πριν 9 χρόνια.

Δεν υπήρξε τραγούδι της που να μην έγινε επιτυχία: «Rehab», «You Know I'm No Good», «Back To Black», «Stronger Than Me», και άλλα. Και φυσικά το «Love Is A Losing Game», το τραγούδι που έγινε θέμα στις εξετάσεις του Κέμπριτζ*, σχετικά με τη λυρική ποίηση.

«Love Is A Losing Game».
Αλλά, για μια στιγμή! Είναι αυτό αλήθεια; Είναι ο έρωτας ένα χαμένο -εκ των προτέρων- παιχνίδι;
Οι απαισιόδοξοι θα βιαστούν να συμφωνήσουν με την Amy. Αλλά ο κόσμος προχώρησε χάρη στους αισιόδοξους.

Εξάλλου, «αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια, μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πέντε-έξι. Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα, γιατί έχει χίλιους τρόπους να μας καταπίνει».

Love Is a Losing Game; Όχι απαραίτητα, όχι πάντα!

* Η ερώτηση στις εξετάσεις του Κέμπριτζ ήταν η εξής: «Το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης ορίζει το “λυρικό” ως κάτι “σχετικό με τη λύρα, προσαρμοσμένο για λύρα, με σκοπό να τραγουδηθεί”. Αναφέρει επίσης το ρητό του Ράσκιν “λυρική ποίηση είναι η έκφραση των συναισθημάτων του ποιητή”. Συγκρίνετε το ποίημα α΄ (ένα λυρικό ποίημα του σερ Γουόλτερ Ράλεϊ με τίτλο “Αs you came from the Ηoly Land”) με έναν ή δύο από τους στίχους του τραγουδιού “Love is a Losing Game”, αναφερόμενοι σε αυτή τη διαφορετική αίσθηση του λυρικού».

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

Το σπίτι στην ανηφοριά


 Μνήμη Μάνου Ελευθερίου:

12 Μαρτίου 1938 - 22 Ιουλίου 2018

Υπάρχουν ποιήματα που πέφτουν στα χέρια σπουδαίων δημιουργών και γίνονται τραγούδια. Αλλά υπάρχουν και τραγούδια που πάντα ήξεραν ότι στην πραγματικότητα είναι ποιήματα. Τέτοια έγραφε ο Μάνος Ελευθερίου και είναι αναρίθμητα:
«Το παλικάρι έχει καημό», «Σ' αυτή τη γειτονιά», «Μαλαματένια λόγια», «Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα», «Παραπονεμένα λόγια», «Οι ελεύθεροι κι ωραίοι», «Του κάτω κόσμου τα πουλιά», «Άμλετ της Σελήνης», «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες», «Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά», «Το σπίτι γέμισε με λύπη», «Στων αγγέλων τα μπουζούκια», «Μη χτυπάς σ' ένα σπίτι κλειστό» και πολλά πολλά άλλα.

Αλλά εδώ θα μιλήσουμε για έναν δίσκο που αν κάποτε, σε έναν άλλον κατακλυσμό χρειαστεί να φτιάξουμε την κιβωτό του ελληνικού τραγουδιού είναι βέβαιο πως θα διασώσουμε: τον «Άγιο Φεβρουάριο» του Δημου Μούτση.

Η ιστορία του δίσκου ξεκινά την τριετία 1968- 1970, όταν ο Μάνος Ελευθερίου γράφει 30 περίπου ποιήματα-τραγούδια, εμπνευσμένα από την ενασχόλησή του εκείνης της περιόδου, με καρτ ποστάλ, φωτογραφίες, άρθρα και λοιπές πηγές από τη Σμύρνη προ της Μικρασιατικής καταστροφής.
Τα ποιήματα περιείχαν εικόνες από τις ημερες εκείνες, από τον ξεριζωμό και την προσφυγιά που δεν μπόρεσαν ωστόσο να σβήσουν τις αναμνήσεις από το "σπίτι στην ανηφοριά" και τον καημό μιας ολόκληρης εποχής.

Ο Μάνος Ελευθερίου τα προόριζε για τον Μίκη Θεοδωράκη, όμως τελικά τα έδωσε τα ποιήματα στον Δήμο Μούτση που του τα ζήτησε. Ο Μούτσης μελοποίησε εννέα τραγούδια που πρωτοπαρουσιάστηκαν ζωντανά τον Οκτώβριο του 1971, από τον Γιάννη Μπογδάνο και την Πετρή Σαλπέα, στο κέντρο «Περικλής» της Πλάκας, το οποίο μετονομάστηκε σε «Φεβρουάριος» ειδικά γι' αυτές τις παραστάσεις. Ο Μούτσης κράτησε τη Σαλπέα και για τη δισκογράφηση του υλικού στα πιο λυρικά κομμάτια, αλλά για τα λαϊκά τραγούδια συνεργάστηκε με τον Δημήτρη Μητροπάνο.

Ο δίσκος κυκλοφορεί το 1972 και δεν ξεπερνά σε πωλήσεις τα 2.000 αντίτυπα. Η αποτυχία είναι καθολική, μέχρι που ένα χρονογράφημα του Ψαθά στα Νέα και η υπόθεση Κοεμτζή αλλάζουν την ατζέντα. Ο Ψαθάς, σε κείμενό του στην πρώτη σελίδα των ΝΕΩΝ, αναφέρει το «Ο Χάρος βγήκε παγανιά» ως τραγούδι προτρέπον εις εγκλήματα. Τότε, ο κόσμος αρχίζει να αναζητεί το συγκεκριμένο τραγούδι και οι πωλήσεις του Αγίου Φεβρουαρίου ανεβαίνουν ραγδαία...

Ταυτισμένη με την εποχή των μπουάτ και βέβαια με τα λυρικότερα κομμάτια του «Άγιου Φεβρουάριου» κι εκείνης της μουσικής εποποιίας του Δήμου Μούτση και του Μάνου Ελευθερίου, ήταν η Πετρή Σαλπέα που γεννήθηκε στον Πειραιά με καταγωγή από τη Μάνη. Η όμορφη ξανθιά με την καθαρή φωνή, που πρώτη ερμήνευσε τον «Αγιο Φεβρουάριο» ή το «Σπίτι στην Ανηφοριά», χάθηκε λίγο καιρό μετά από το μουσικό στερέωμα, αλλά όχι από τις μουσικές μνήμες των θαυμαστών της.

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

Ο Οδυσσέας, ο Μίκης, η Ντόρα, η Γιώτα και η "Μαρίνα"


 «Ένα πρωινό, αρχές του 1963, ο Οδυσσέας Ελύτης μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι θέλει να 'ρθει σπίτι μου, στη Νέα Σμύρνη. Ήταν μια ωραία ανοιξιάτικη μέρα, ήρθε κατά το μεσημεράκι και μου έδωσε επτά ποιήματα (το 7 ήταν ο ιερός αριθμός του Ελύτη). “Νομίζω”, μου είπε, “ότι ταιριάζουν στο ύφος σου”. Τον ευχαρίστησα και πραγματικά τα ποιήματα αυτά με ενθουσίασαν γιατί ήταν λυρικά, ανάλαφρα, αιγαιοπελαγίτικα. Όταν τέλειωσα τη σύνθεση, τον κάλεσα, ήρθε στο σπίτι μου, τα άκουσε, ευχαριστήθηκε πολύ και μαζί αποφασίσαμε να τα εμπιστευθούμε στη Ντόρα Γιαννακοπούλου, η οποία την εποχή εκείνη θριάμβευε στην Αθήνα. Είχε μια υπόγεια μπουάτ στην Πλάκα που ήταν κάθε βράδυ κατάμεστη από τη νεολαία, ιδιαίτερα από τη φοιτητική νεολαία, που είχε αρχίσει να ηλεκτρίζεται προαισθανόμενη τα γεγονότα του '63.

Τις ημέρες εκείνες είχα ένα απειλητικό τηλεφώνημα από μια οργάνωση “κου – κλουξ – κλαν”. Αυτό πήρε δημοσιότητα. Μου τηλεφώνησε λοιπόν ο Υπουργός Εσωτερικών – Δημοσίας Τάξεως και μου είπε “κύριε Θεοδωράκη, επειδή φοβόμαστε για τη ζωή σας, θα σας έχουμε έναν αστυφύλακα μαζί για προστασία”. Του απάντησα ότι δεν χρειάζεται, όμως επέμεινε να ληφθεί το μέτρο αυτό τουλάχιστον για μερικές μέρες και μετά πάλι θα εξέταζαν το θέμα. Τελικά, ήρθε πράγματι ένας αστυφύλακας, πολύ συμπαθητικό παιδί, φοιτητής της Θεολογίας, που όμως ήταν “βαμμένος” αντικομμουνιστής και εμένα μ' έβλεπε σαν τέρας. Σιγά σιγά με τις συζητήσεις που κάναμε, ιδιαίτερα σε διαδρομές με το αυτοκίνητο, άρχιζε να αλλάζει η εικόνα που είχε για τους κομμουνιστές και ειδικά για μένα.

Την ημέρα της πρεμιέρας με τον Ελύτη τη Μυρτώ και τον αστυφύλακα πήγαμε στη μπουάτ. Η είδηση είχε αναγγελθεί από τις εφημερίδες, ο κόσμος είχε γεμίσει τη μπουάτ και τη μακριά σκάλα που κατέβαινε ως κάτω, αλλά και απέξω είχε μαζευτεί κόσμος, νεολαία, έβλεπες παντού χαρούμενα πρόσωπα, γεμάτα αγάπη, με μάτια φλογισμένα. Μπήκαμε λοιπόν μέσα και σταθήκαμε στο προτελευταίο σκαλοπάτι, όρθιοι, ακριβώς λόγω του μεγάλου συνωστισμού. Και υπάρχει μια φωτογραφία μας εκεί, ο Ελύτης, η Μυρτώ, εγώ και ο αστυφύλακας με στολή. Ήταν πολύ περίεργο για τους φοιτητές, μέσα σ' αυτήν την ατμόσφαιρα να υπάρχει ένας ένστολος αστυφύλακας. Μέσα σ' αυτό το κλίμα δόθηκε η πρώτη των ΜΙΚΡΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ. Κάθε τραγούδι χειροκροτιόταν με μεγάλη θέρμη και στο τέλος η Ντόρα Γιαννακοπούλου αναγκάστηκε να τα πει άλλη μια φορά…».

Κάπως έτσι, όπως τα διηγείται ο ίδιος ο Μίκης, έγινε πραγματικότητα, το πιο ωραίο τραγούδι που γράφτηκε ποτέ για ένα όνομα… 

Εδώ η εκτέλεση απο την Γιώτα Νέγκα, ζωντανά στην εκπληκτική παράσταση "Ποιος την ζωή μου". Ισως, η καλύτερη εκτέλεση που έχω ακούσει μετά από αυτήν με την ίδια την αυθεντική ερμηνεύτρια...


Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Ο Γιάννης ο Φονιάς και η αχλή του αστικού μύθου


 Όταν το φθινόπωρο του 1976 ο Μανώλης Μητσιάς μπήκε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το τραγούδι «Ο Γιάννης ο φονιάς» είχε κατά νου -όπως ο ίδιος έχει πει- να το ερμηνεύσει σαν ένα βαρύ χασάπικο. «Δεν κατάλαβες!… Συνωμοτικά θα το πεις», του ξέκοψε ο Χατζιδάκις, δίνοντας με αυτό τον τρόπο την πραγματική διάσταση στην ιστορία που αφηγούνταν ο Νίκος Γκάτσος μέσα από τους 21 στίχους του…

Τότε ετοίμαζαν τον δίσκο «Αθανασία», έναν δίσκο που αρχικά ο Χατζιδάκις, για δικούς του λόγους, δεν ήθελε να κυκλοφορήσει με τη δική του υπογραφή στη μουσική, αλλά με ψευδώνυμο! Ύστερα από ατέλειωτες συζητήσεις και μύρια όσα παρακάλια ο παραγωγός της «Κολούμπια» Γιώργος Μαρκάκης, καταφέρνει να τον μεταπείσει. Στο τέλος δέχεται να βάλει το όνομά του, υπό τον όρο ότι το ομότιτλο κομμάτι της συλλογής, την «Αθανασία» δηλαδή, θα την πει η Δήμητρα Γαλάνη… Όπερ και εγένετο…
Ο δίσκος βγήκε στα δισκοπωλεία τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς και περιείχε συνολικά 11 κομμάτια… Τα 10 με τη φωνή του Μανώλη Μητσιά, όλα σε στίχους- ποίημα του Νίκου Γκάτσου…
Εκείνο που ξεχώρισε από την αρχή ήταν «Ο Γιάννης ο φονιάς» που έκτοτε άρχισε να τον περιβάλλει η αχλή του αστικού μύθου.
Τις πλεξούδες αυτής της αχλής επιχείρησε να ξεμπλέξει πριν μερικούς μήνες, με έναν συγκινητικό τρόπο, σε ένα απο τα πιο γλυκά κείμενα που έχω διαβάσει ποτε μου και θα βρειτε παρακάτω η φίλη μου η Φιλοθέη Βαρσαμή.


(Το πρωί πηγαίνοντας στη δουλειά άκουγα στο ραδιόφωνο να σχολιάζουν ότι ο Αλβάρο, ex της Ωνάση, κινείται εναντίον της με αγωγές υποστηρίζοντας ότι αναγκάστηκε να την απατήσει επειδή η κοπέλα πάσχει από διπολική διαταραχή και δεν επιτελούσε τα συζυγικά της καθήκοντα. Στο καπάκι ο σταθμός έβαλε τον Γιάννη τον φονιά, διαφημίζοντας το event στον Παρνασσό για τον Γκάτσο, με τον Μητσιά και την Καραμπέτη.


Από τις εκδοχές που υπάρχουν σχετικά με το ποιος ήταν ο Γιάννης, η πιο αγαπημένη μου και η ελαφρώς επικρατέστερη είναι αυτή που λέει ότι ο Γιάννης δεν ήτανε ο φονιάς. Φονιάς για λόγους τιμής έγινε ο αδελφός του, που είχε γυναίκα και παιδιά και ο Γιάννης πήρε το κρίμα πάνω του για να μη μείνει χωρίς προστάτη η φαμελιά με τον πατέρα φυλακή. Ο Γιάννης ήταν αρραβωνιασμένος με το Φροσί και το τραγούδι έγινε για να μείνει αθάνατη η πρώτη μετά τη φυλακή συνάντηση του μη-φονιά Γιάννη και της no name Πηνελόπης του.

Το αγαπάω το Φροσάκι. Το σκέφτομαι σε εκείνες τις άγριες εποχές μόνο, να σέρνει το σταυρό του, να φυλάει το μυστικό, να σηκώνει το ανάθεμα και το κρίμα και να περιμένει την ημέρα, μετά από άπειρα χρόνια, που ο Γιάννης της θα βγει με το στίγμα του από τη φυλακή, για να γίνουν τραγούδι.

Και σκεφτόμουν μετά, έτσι όπως άκουσα δίπλα-δίπλα τις ιστορίες του Αλβαρο και του Γιάννη ότι, δεν υπάρχει μεγαλύτερη αποτυχία στη ζωή από το να έχεις στα πόδια σου γυναίκες, άλογα, χρήματα, επώνυμο, δόξα και από όλο αυτό το πλούσιο υλικό, να έχουν να γράψουν για εσένα μόνο κάτι τόσο φθηνό, όπως ότι καρφώνεις δημόσια την αρρώστια που ήταν το μυστικό της γυναίκας σου, κατηγορώντας (την αρρώστια της) για υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής σου και για τις απιστίες σου.

Και δεν υπάρχει, από την άλλη, μεγαλύτερη επιτυχία στη μαύρη σου ζωή από το να έχεις ένα σκέτο δωμάτιο με μέντα, γλυκό, αμήχανο συγγενολόι, ένα φυλαγμένο μυστικό και τον φονιά και να αναλαμβάνουν ο Γκάτσος με τον Χατζιδάκι να κάνουν τραγούδι το πολύτιμο θαλασσί δάκρυ σου και την Κυριακή που κρυπτογραφημένα αθώωσαν οι δυο τους τον αμύθητης ηθικής αξίας Γιάννη σου...
).


Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

Μαρίζα Κοχ, η Φάτα Μοργκάνα του Καββαδία



O Νίκος Καββαδίας έχει στιγματίσει ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής δισκογραφίας. Η ποίηση του είναι μια ξεχωριστή κατηγορία από μόνη της. Λυρικός, όσο κανένας άλλος Έλληνας ποιητής -εκτός ίσως από τον Τάσο Λειβαδίτη- με την ιδιαίτερη ναυτική γλώσσα που χρησιμοποιούσε. Αλλά περισσότερο απ' όλα η εξωτική, ταξιδιωτική περιγραφή, που κατακλύζει όλο το έργο του, είναι τα στοιχεία που κάνουν την ποίησή του να ξεχωρίζει.

Για να βρούμε το πρώτο μελοποιημένο ποίημα του Νίκου Καββαδία πρέπει να πάμε στα 1975, όταν ο Γιάννης Σπανός κυκλοφορεί το δίσκο ''Ανθολογία Γ' '' . Πρόκειται για μια δουλειά που περιλαμβάνει διάφορα μελοποιημένα ελληνικά ποιήματα. Ένα από αυτά ήταν και το Mal du depart (το γνωστό ως ''Ιδανικός κι ανάξιος εραστής'') του Καββαδία το οποίο ερμήνευσε ο Κώστας Καράλης.
Αλλα με το ελληνικό κοινό συστήνεται στην πραγματικότητα το 1979, οπότε και κυκλοφόρησε ένας δίσκος ορόσημο για την ελληνική μουσική, ο ''Σταυρός του Νότου''. Εκεί, ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε 11 ποιήματα του Καββαδία και χάρισε στην ελληνική μουσική σκηνή μια από τις πιο σημαντικες της στιγμες. Εγώ ειδικά, λέω πως αν έφτιαχνα την Κιβωτό της ελληνικής μουσικής και έπρεπε να πάρω έναν δίσκο από κάθε δημιουργό ασφαλώς θα διάλεγα αυτόν απο τις δουλειές του Μικρούτσικου.

Λένε ότι πρόκειται για το δίσκο με τις περισσότερες πωλήσεις (αφού πλέον ξεπέρασε και το ''Δρόμο'' των Πλέσσα - Παπαδόπουλου). Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι όταν ο Μικρούτσικος ζήτησε από τον Πατσιφά (έναν από τους μεγαλύτερους διευθυντές δισκογραφικών εταιριών) να κυκλοφορήσει το δίσκο, η απάντηση ήταν αρχικά αρνητικη και στην πορεία εξελίχτηκε σε χάρη, αφού -όπως ο ίδιος ο Μικρούτσικος ισχυρίζεται- ο Πατσιφάς ''έβγαλε'' το δίσκο γιατι αγαπούσε πολύ το Θάνο.

Δυο χρόνια νωρίτερα, το 1977, η πάντα αντισυμβατική Μαρίζα Κωχ στον ομώνυμο δίσκο της, ένα αληθινό μουσικό διαμάντι, μελοποιεί 8 ποιήματα του Καββαδία (το Φάτα Μοργκάνα, το Πούσι, την Αρμίδα, τον Μουσώνας, τον Σταυρό του Νότου, την Θεσσαλονίκη, το Νανούρισμα και το Μαραμπού). Αυτό που ξεχώρισε και ακούγεται ως τις μέρες μας είναι φυσικά η ''Φάτα Μοργκάνα' 

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Bye-bye, Compay


 Ο Κομπάι Σεγκούντο γεννήθηκε στο Σιμπονέι, κοντά στο Σαντιάγο της Κούβας. Εμαθε κιθάρα, τρες (μεξικάνικο όργανο), κλαρινέτο, ενώ σπούδασε θεωρία και κλασική μουσική. Το 1939 πλαισίωνε ως κλαρινίστας το συγκρότημα «El Conjunto Matamoros» και έμεινε μαζί τους δώδεκα χρόνια. Ταυτόχρονα δούλευε ως κουρέας και καπνοκαλλιεργητής. Κάποια στιγμή το 1942 όταν έκοβε τα μαλλιά του φίλου του Λορέντζο Χιερεζουέλο, αποφάσισαν να κάνουν μαζί ένα ντουέτο και τότε άλλαξε τ' όνομά του σε Κομπάι από το compadre που σημαίνει φίλος και Σεγκούντο, γιατί έκανε τη δεύτερη μπάσα φωνή.

Το 1956 ίδρυσε το δικό του συγκρότημα «Compay Segundo y sus Muchachos» στο οποίο παρέμεινε και ήταν ενεργό μέλος μέχρι το τέλος της ζωής του. Δημιούργησε, επίσης, ένα δικό του μουσικό όργανο που το ονόμασε «Αρμόνικο», το οποίο ήταν κάτι ανάμεσα σε κιθάρα και κουβανέζικο τρες.
Μετά την κουβανέζικη επανάσταση ο Κομπάι Σεγκούντο δούλεψε σε εργοστάσιο παραγωγής πούρων και στη συνέχεια αποσύρθηκε στη μουσική σκηνή μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80. Το 1994 εμφανίζεται στην Ισπανία, όπου αποθεώθηκε ενώ ηχογράφησε τέσσερις δίσκους, κάνοντας ουσιαστικά γνωστό σε όλο τον κόσμο το «son», που είναι του μουσικό ιδίωμα της Κούβας.
Η παγκόσμια αναγνώριση θα έρθει το 1996 με το ντοκιμαντέρ των Βιμ Βέντερς και Ράι Κούντερ «Buena Vista Social Club», που είναι βασισμένο στη μουσική, τα τραγούδια και τη ζωή της Κούβας.
Ο Κομπάι Σεγκούντο έφυγε από τη ζωή στις 13 Ιούλη του 2003 σε ηλικία 95 ετών. Θα τον θυμόμαστε μέσα από τις "ταξιδιάρικες" μουσικές του και για το πλατύ χαμόγελό του.

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

Ένιο Μορικόνε, ένα genius της μουσικης


 Στις αρχές της δεκαετίας του 80 στους θερινούς κινηματογράφους της Κορίνθου (αλλά και αλλού, φαντάζομαι) συνήθιζαν να φέρνουν μια σειρά από ιταλικά γουέστερν. Όχι τα κλασικά "spagheti" με τον Κλιντ Ίστγουντ, αλλά κάποιες παρωδίες τους με ένα πρωταγωνιστικό δίδυμο που είμαι βέβαιος ότι θα κάνει όσοι είστε κάπου μεταξύ 45-55 να χαμογελάσετε. Τον λιγνό κι αδύνατο Τέρενς Χιλ και τον τερατώδη χοντρό Μπαντ Σπένσερ.

Κάθε καλοκαίρι αναμφίβολα θα βλέπαμε τουλάχιστον μία ταινία με τους περίεργους τίτλους "Το όνομα μου είναι κανένας", "Ο Κρεμμυδάκιας" κ.ά.

Λίγο αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του '80, είδα το "Le Professionel" (ίσως την καλύτερη ταινία του Μπελμοντό να την δείτε όσοι δεν το έχετε κάνει) και έψαξα να βρω το soundtrack της ταινίας. Τότε τα καταστήματα της Κορίνθου ήταν δύο: ο Σπύρος Κουλούκης στην Αδειμάντου και ο Μπονάτσος στην Κολιάτσου. Παρ όλο που και τα δύο ήταν αρκετά ενημερωμένα, δεν το είχαν. Έτσι, παρήγγειλα στην αδερφή της μητέρας μου που ζούσε στο Βέλγιο, όταν ξανάρθει στην Ελλάδα να μου το φέρει.

Πράγματι στο πρώτο της κιόλας ταξίδι, η Γιούλα, μου έφερε ένα LP που είχε μέσα όχι μόνο την μουσική αυτής της ταινίας, αλλά σχεδόν όλα τα μέχρι τότε γνωστά κομμάτια του Ένιο Μορικόνε. Εκεί ξανασυναντήθηκα με το δίδυμο των θερινών κινηματογραφικών περιπετειών μου, αφού ο Μορικόνε είχε γράψει την μουσική για αυτές τις ταινίες.
Δυστυχώς, κατά την περίοδο που έκανα κάποιες μουσικές εκπομπές σε έναν τοπικό σταθμό, κάποια μέρα τον ξέχασα -κι ως ήταν φυσικό, "εξηφανίσθη".

Ο Ένιο Μορικόνε ήταν ένα genius της μουσικής. Ελάχιστοι μπορούν να καυχηθούν πως επέδρασαν με τόσο καθηλωτικό τρόπο στην ιστορία της Τέχνης, όσο αυτός.

Ναι, στην Ιστορία της Τέχνης, όχι απλώς της Μουσικής!

Γιατί ο Μορικόνε άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμασταν πια τις κινηματογραφικές ταινίες. Δεν τις βλέπαμε μόνο. Τις ακούγαμε κιόλας. Δεν τρέχαμε να νοικιάσουμε στα βίντεο κλαμπ το "Για Μια Χούφτα Δολάρια", ή τον "Επαγγελματία". Τρέχαμε για να πάρουμε και τα soundtrack των ταινιών αυτών.

O Μορικόνε σε βύθιζε μέσα σε έναν ωκεανό συναισθημάτων. Δεν μπορούσες να μην χαμογελάσεις όταν άκουγες το θέμα από το "My name is nobody". Δεν μπορούσες να μην κρατήσεις την ανάσα σου όταν άκουγες το σφύριγμα στο "For a Fistfull of Dollars". Δεν γινόταν να μην νιώσεις μια εσωτερική αναγέννηση όταν άκουγες το θέμα από το "Once upon a time in America". Δεν γινόταν να μην νιώσεις ερωτευμένος ακούγοντας το "Love in the morning". Δεν γινόταν να μην σου έρθουν δάκρυα στα μάτια στο finale του "Cinema Paradiso".

Χιλιάδες έχουν γράψει μουσική για το σινεμά. Μόνο οι μουσικές του Μορικόνε όμως σου φέρνουν αμέσως στο μυαλό όχι απλώς τις εικόνες από τις ταινίες, αλλά εκείνες τις στιγμές από όταν τις είδες κι από τους ανθρώπους που ήταν στο πλάι σου...

RIP Maestro e grazie per i sentimenti.

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

Η Άνι Λένοξ μας θυμίζει πόσο εύθραυστοι είμαστε όλοι

 Σκωτσέζα στην καταγωγή η Άνι Λένοξ δεν τσιγκουνεύτηκε να χαρίζει πλούσια συναισθήματα πότε με το "Sweet Dreams", πότε με το "Love is a stranger" και πότε το "Here comes the rain again".

Η παθιασμένη ακτιβίστρια γέμισε με σημάδια την εφηβεία μας με τις μουσικές της, αλλά σκίρτησε την καρδιά μας με το "Fragile", αυτό το υπέροχο, ευαίσθητο τραγούδι που έχει γράψει κι ερμηνεύσει o Sting. Το είπε μπροστά στον δημιουργό του θέλοντας να του κάνει έκπληξη κατά την τελετή βράβευσης του με το βραβείο Polar.

Το Fragile αποτελεί φόρο τιμής στον Αμερικάνο πολιτικό μηχανικό Μπεν Λίντερ ο οποίος το 1987 βρήκε φρικτό θάνατο στη Νικαράγουα, ενώ εργαζόταν σε ένα υδροηλεκτρικό έργο. Αιτία του θανάτου του, ήταν μια επίθεση από μια ελεύθερη συνομοσπονδία ανταρτών, που χρηματοδοτούνταν από τις Η.Π.Α., τους Contras. Έχει γίνει η μουσική επένδυση για πολλούς διαφορετικούς σκοπούς για την επαγρύπνηση του κόσμου, με πιο χαρακτηριστική τη χρήση του από τους οικολόγους, για την προστασία τόσο του περιβάλλοντος όσο και του πλανήτη.

(
Ας θυμόμαστε όλοι πόσο εύθραυστοι είμαστε...).

Η Ρένα που μπορούσες να θαυμάσεις, όχι ν' αγγίξεις



Η Ρένα Κουμιώτη είναι η πιο μεγάλη από τις αδυναμίες μου. Τα τραγούδια της μού ξυπνούσαν πάντα ερωτικά σκιρτήματα –αλλά φαντάζομαι όχι μόνο σε μένα. Mεγάλα, υπέροχα τραγούδια, που η ζεστή, απαλή φωνή της και η συναισθηματική αγωγή της τα έκανε μεγαλύτερα. Τραγούδια που έχουν καλλιτεχνικά την υπογραφή της και –δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει- δεν έχει επιχειρήσει άλλος να τα αγγίξει γιατί είναι απολύτως συνδεδεμένα με εκείνην.

Μετά ήταν και η ίδια. Η δωρική στάση του σώματός της. Η απλότητα που είχαν οι κινήσεις της –τόσες όσες χρειαζόταν ακριβώς. Το ανέκφραστο πρόσωπό της. Η απόσταση που δημιουργούσε: «μπορούσες να την θαυμάσεις, όχι να την αγγίξεις», όπως έχει γράψει κάποια στιγμή γι αυτήν ο Τσαγκαρουσιάνος.
Η Κουμιώτη συνεργάστηκε με τον σπουδαίο Λίνο Κόκκοτο σε έναν δίσκο ("Το θαλασσινό Τριφύλλι") γεμάτο με ερωτικά ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη. Ποιήματα που τη μέρα τα βρέχει η θάλασσα και τα στεγνώνουν οι άνεμοι του Αιγαίου. Και τη νύχτα τα λούζουν οι αστροφεγγιές του Αυγούστου.
Που είναι η Ρένα, σήμερα; Δεν ξέρω.

Αλλα κλείνω και πάλι με τον Τσαγκαρουσιάνο: «όπου κι αν είναι, να ‘ναι ευτυχισμένη, όσο κι εμείς τις νύχτες που μας τραγουδούσε». 

η Τετραλογία, μια Αττικιουζέλ κι ένα Μουγκ για τον Μούτση

  Το 1975, σε μια εποχή που η Ελλάδα βγαίνει από την επτάχρονη τυραννία και δονείται από τις επαναστατικές μουσικές του Θεοδωράκη στα πικάπ ...