«Εφτά σε παίρνει αριστερά,
μην το ζορίζεις»
Από όλες τις μορφές του Καββαδία ο πλέον «καββαδιακός» είναι, στο μυαλό μου τουλάχιστον, ο ίδιος ο Θάνος Μικρούτσικος. Τον θυμάμαι στα «λάιβ» με μαύρο μακό, μαύρο παντελόνι και την πίπα του, ίδιος ναυτικός στη ράδα, να μας μπαρκάρει όλους στο πιάνο του και να ξεκινάμε το ταξίδι: με Σημ, Ρεκ, Γκόμπυ, Χαράμ, Ραμάν, Τοτ, Σάλαχ και τον Θωμαΐδη, τον Κούτρα, την Αντωνοπούλου, την Αλεξίου, τον Θηβαίο, τον Παπακωνσταντίνου, τον Πασχαλίδη.
Είναι γνωστό ότι η πιο «μικρούτσικη» τεράστια στιγμή κάθε
συναυλίας ήταν η ώρα που ο Θανούλης έλεγε τους «7 νάνους». Το τραγούδι που έγραψε ο Καββαδίας για την ανιψιά του
και τους νάνους της και το πήρε ο Θάνος, το έκανε πιο δικό του από τα δικά του
και το «κάρφωσε» στο προσωπικό του πάνθεο, με την πιο ιδιαίτερη σφραγίδα -διαφορετική
κάθε φορά και μοναδική σαν μαγικό δακτυλικό αποτύπωμα.
Ανατρέχοντας στις αναμνήσεις μου νομίζω ότι δεν ήταν
ανέκαθεν οι νάνοι το τραγούδι του Θάνου. Κάποτε, ήταν απλά ένα τραγούδι μέσα
στο υπόλοιπο πρόγραμμα και είμαι αρκετά σίγουρη ότι παλιά, σε κάτι εμφανίσεις
στον «Σταυρό του Νότου», ο μεγάλος «θανούλειος» αυτοσχεδιασμός γινόταν στο «Ένα
μπλουζ».
Σε κάποια συναυλία του (ίσως στο Θέατρο Βράχων;) θυμάμαι να
παίζει πρώτη φορά μια αυτοσχεδιαστική εισαγωγή μακράς διάρκειας. Και, όπως
ψαχνόμαστε ποιο τραγούδι είναι αυτό, να μπαίνουν οι πρώτες νότες των νάνων και
να χειροκροτάμε ενθουσιασμένοι, ενώ ο Θανούλης μάς ενημέρωνε ότι «σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις».
Από τότε και μετά χτίστηκε σταδιακά μία τελετουργία: προς το τέλος του προγράμματος εγκατέλειπαν οι μουσικοί τη σκηνή, τα φώτα χαμήλωναν, κάναμε ησυχία και ο Θανούλης μάς αρμένιζε άλλοτε σε θάλασσες ήρεμης μελωδίας και άλλοτε σε μανιασμένους ωκεανούς, που βρυχόνταν από τα πλήκτρα που βάραγε με μανία, μέχρι να μπει, απότομα, γλυκά, κοφτά ή βροντερά, στις πρώτες νότες των νάνων και να ξεσπάσουμε εμείς στο χειροκρότημα που κρατάγαμε μαζί με την ανάσα μας -στις τελευταίες συναυλίες του μαζί και με τα δάκρυά μας.
Τελείωνε το
τραγούδι και ο Θάνος κοφτά γύριζε την πλάτη στο κοινό που παραληρούσε, έβγαζε
συγκινημένος τα γυαλάκια του που νότιζαν από τα δάκρυά του, σκούπιζε τα μάτια
του και ερχόταν προς εμάς, που τον αποθεώναμε, συγκινημένος. Ήταν βλέπετε ο
κώδικάς μας, ο δικός του τρόπος να μάς δείξει πόσο φροντίζει το κοινό του και ο
δικός μας τρόπος να του ανταποδώσουμε τη φροντίδα, την αγάπη και το νοιάξιμο.
Είχε πει ο Θανούλης για τους νάνους: «Να σου αποκαλύψω και κάτι… Όταν τους παίζω τους 7 Νάνους, ο κόσμος έχει
ψευδαισθήσεις. Νομίζει ότι με βλέπει. Νομίζει ότι βλέπει το πιάνο. Θέλω να τους
πω (..), ότι δεν βλέπουν εμένα και το πιάνο, νομίζουν ότι το βλέπουν. Γιατί από
την ώρα που αρχίζω, εγώ έχω πάρει το πιάνο και ίπταμαι. Απλώς έρχομαι μετά για
το χειροκρότημα».
Συγκινήθηκα πολύ όταν το διάβασα. Γιατί κατάλαβα ότι ήταν πάντα τόσο αφοσιωμένος στην εισαγωγή, στην ερμηνεία και στο κλείσιμο των νάνων του, ώστε ποτέ δεν πήρε χαμπάρι ότι ευλαβικά και αθόρυβα μπαρκάραμε -κάθε φορά- και εμείς στο ιπτάμενο πιάνο του, ταξιδεύαμε μαζί του στον ωκεανό που έφτιαχνε με στίχους ρυθμό και μελωδία και, τέλος, απλώς επιστρέφαμε, την ώρα περίπου που σκούπιζε συγκινημένος τα νοτισμένα γυαλάκια του, για το χειροκρότημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου