Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Φίλοι, Αδέρφια, κι ένα υπέροχο λογοπαίγνιο για το Σύνταγμα


 Ήταν τέτοια ώρα και τέτοια μέρα, 47 χρόνια πριν.

22 Ιουνίου 1973. Γωνία Μάρνη και Πατησίων, «Θέατρο Αθήναιον».
Στις αφίσες που ήταν απλωμένες στην σειρά, στο πλάι των εκδοτηρίων και στην είσοδο του θεάτρου, το φως των προβολέων φώτιζε τις φωτογραφίες των ηθοποιών πάνω στη σκηνή.
Στην είσοδο του θεάτρου μία φωτεινή, μακρόστενη επιγραφή έγραφε: «Θίασος Τζένης Καρέζη – Κώστα Καζάκου». Λίγο πιο ψηλά, στο κάτω μέρος μιας σιδερένιας ωοειδούς κατασκευής, γαλαζωπά, φωτεινά, κεφαλαία γράμματα, κρέμονταν τακτικά βαλμένα, το ένα πλάι στο άλλο: «Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος».
Τέλος, ακόμα πιο ψηλά, κάτω από το όνομα του θεάτρου, σκαρφαλωμένα πάνω στην κορυφή της ωοειδούς κατασκευής, μεγάλα, κεφαλαία, σκαλιστά γράμματα, σχημάτιζαν τον τίτλο του έργου και το όνομα του συγγραφέα:
«Το Μεγάλο μας Τσίρκο» κι από κάτω «Ιάκωβου Καμπανέλλη».
Κόσμος πολύς στεκόταν έξω από τα εκδοτήρια. Στις γωνίες των δρόμων, ακροβολισμένοι αστυνομικοί, «σκανάριζαν» άλλοι διακριτικά και άλλοι λιγότερο διακριτικά εκείνους που στέκονταν στις ουρές για να πάρουν εισιτήρια.
Οι άνθρωποι έπαιρναν τα εισιτήρια και περίμεναν να μπουν για την παράσταση. Άλλοι κουβέντιαζαν ήρεμοι, άλλοι άναβαν τσιγάρο και άλλοι προσπαθούσαν, κάπως φοβισμένοι, να αποφύγουν να διασταυρώσουν το βλέμμα τους με τον χωροφύλακα της γωνίας.
Δύο ώρες αργότερα οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι που έμπαιναν μέσα στο θέατρο άλλος ήρεμος και άλλος φοβισμένος έβγαιναν έξω με την καρδιά τους να χτυπά δυνατά και τα μάτια κόκκινα από το κλάμα. Αλλά και με το κεφάλι ψηλά και το βλέμμα ευθύ, να αναζητά τους χωροφύλακες για να τους τρυπήσει.
«Όταν βγήκα από την παράσταση ήθελα να ορμήξω στους χωροφύλακες και να τους δαγκώσω στον λαιμό», μου είπε ένας συγγενής μου που είχε δει την παράσταση τότε.
Το «Μεγάλο μας Τσίρκο» ήταν μία από τις σημαντικότερες στιγμές του μεταπολεμικού ελληνικού θεάτρου. Όχι μόνο για τα ανυπόκριτα συναισθήματα που σου δημιουργούσε, μέσα στο συγκεκριμένο πολιτικό περιβάλλον που ανέβηκε το έργο, αλλά και γιατί θεατρικά ήταν ένα αριστούργημα. Ήταν ένα λαϊκό πανηγύρι, ένα θεατρικό περιβόλι, φυτεμένο με σπόρους λαϊκής τέχνης.
Ήταν ένα έργο γεμάτο αλληγορίες, που κατόρθωσαν έξυπνα να διαφύγουν της λογοκρισίας. Μέσα από αυτές τις αλληγορίες, μίλησε σε απλή γλώσσα, χωρίς να κρυφτεί, για όσα ποτέ μέχρι τότε δεν είχαμε μιλήσει.
Για παράδειγμα δεν μίλησε για ηρωισμούς και κατορθώματα από την μεγάλη επανάσταση του 21. Για τις αδυναμίες της μίλησε, για τον διχασμό και τις γκιλοτίνες, τους αντιβασιλείς του Όθωνα. Μίλησε για την 3η Σεπτέμβρη με έναν τρόπο που ανέδειξε τις μεγάλες αδυναμίες στην διαμόρφωση της ιστορικής γνώσης.
Το "Φίλοι κι αδέλφια" από τον «Αρχάγγελο της Κρήτης», είναι ένα από τα πιο εμβληματικά τραγούδια της παράστασης. Όχι μόνο γιατί σε αυτήν είναι η μοναδική φορά που μπορείς να το ακούσεις πλήρες, αλλά και γιατί η θεατρική του απόδοση με το σκετσάκι των τεσσάρων πρέσβεων είναι μια από τις καλύτερες στιγμές της παράστασης.
Οι πρέσβεις της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Ρωσίας συζητούν για το αν πρέπει οι Έλληνες να αποκτήσουν Σύνταγμα.
Ο τρόπος που αποδίδει ο Καμπανέλλης την συζήτηση είναι τρομερός τόσο θεατρικά όσο και ιστορικά.
Αξίζει πραγματικά να το ακούσετε όλο. Το αποδεικνύει και το μακρύ αποθεωτικό χειροκρότημα του κόσμου στο τέλος.
- Και αν επιμένουν να το έχουν;
- Και αν το έχουν… χωρίς να το έχουν;
- Τι εννοείται έχουν δεν έχουν;
- Εάν νομίζουν ότι το έχουν και στην ουσία δεν το έχουν! Αυτοί θα χαίρουν ότι το έχουν κι εμείς θα ξέρουμε πως δεν το έχουν.
- Κι έτσι θα έχουν χωρίς να έχουν, και δεν θα έχουν ενώ θα έχουν.
- Αποφασίζουμε να έχουν!
- Εάν εμποδίσουμε να έχουν, υπάρχει κίνδυνος να έχουν.
- Ο μόνος τρόπος να μην έχουν είναι ν’ αφήσουμε να έχουν.
- Παράδειγμα όσα δεν έχουν, είναι όσα αφήσαμε να έχουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

η Τετραλογία, μια Αττικιουζέλ κι ένα Μουγκ για τον Μούτση

  Το 1975, σε μια εποχή που η Ελλάδα βγαίνει από την επτάχρονη τυραννία και δονείται από τις επαναστατικές μουσικές του Θεοδωράκη στα πικάπ ...